«Σταδιακή μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας» και «πολιτικές φιλικές προς την επιχειρηματικότητα» ζητά ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών και Επιχειρήσεων θεωρώντας ότι είναι «οι κατάλληλες προϋποθέσεις» για να επενδύσουν για περισσότερα κέρδη οι επιχειρηματικοί όμιλοι στην Ελλάδα.
Όπως αναφέρει, στο εβδομαδιαίο δελτίο, ο ΣΕΒ, «η κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακοινώσει ότι ταυτόχρονα με τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που παράγει πλεονάσματα άνω του 3,5% επιδιώκει να υλοποιήσει άμεσα τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την παραμετροποίηση του ασφαλιστικού το 2017». Ζητά μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις και αύξηση τους στο λαό με υλοποίηση της μείωσης των συντάξεων και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου όχι από το 2019 και το 2020 αλλά από το τρέχον έτος, διότι όπως ισχυρίζεται «η υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και εργασίας για τη χρηματοδότηση μιας πολιτικής παροχών, έχει στραγγαλίσει τον ιδιωτικό τομέα».
Ισχυρίζεται επίσης πως οι μισθοί ευθύνονται για την καπιταλιστική οικονομική κρίση, αναφέροντας πως στην περίοδο 2000 - 2009 «δόθηκαν αυξήσεις μισθών αναντίστοιχες της αύξησης της παραγωγικότητας, μέσα στη γενικότερη ευφορία μιας οικονομίας που ευημερούσε πέραν των παραγωγικών της δυνατοτήτων» και πως «τα δανεικά διεύρυναν υπέρογκα τους μισθούς και την κατανάλωση, περιορίζοντας τα κέρδη και τις επενδύσεις».
Συνεπώς τάσσεται ευθέως υπέρ της συνέχισης της δραματικής μείωσης των μισθών για το καλό των επιχειρηματικών κερδών και αναφέρει πως «μετά από 7 χρόνια κρίσης και ύφεσης η απόδοση του κεφαλαίου έχει αρχίσει να αποκαθίσταται σταδιακά σε πιο κανονικά επίπεδα».
Επίσης διεκδικεί τα ποσά του πρωτογενούς πλεονάσματος που προκύπτει από το μάτωμα του λαού αναφέροντας πως «οποιαδήποτε προσπάθεια της κυβέρνησης να υποκαταστήσει την ιδιωτική οικονομία, με τη διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο, θα έχει αρνητικά αποτελέσματα και παράταση της ασφυκτικής επιτροπείας των δημόσιων οικονομικών της χώρας».