ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
Άρθρο 4
Υπαγωγή στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης των υπαλλήλων – λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και των στρατιωτικών
1.α.
Από 1.1.2017 οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του
Δημοσίου, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί της
Βουλής, των Ν.Π.Δ.Δ. και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, οι ιερείς και οι
υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς
και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του
Πυροσβεστικού Σώματος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου
υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς
του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) που συνιστάται με τις
διατάξεις του άρθρου 51 και οι συντάξεις τους κανονίζονται και
καταβάλλονται με βάση τις ρυθμίσεις του παρόντος.
β.
Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, καθώς
και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων,
εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής
νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του
νόμου αυτού.
2.α.
Το Δημόσιο εξακολουθεί έως 31.12.2016 να υπολογίζει και να εισπράττει
τις ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1
του παρόντος άρθρου και να καταβάλλει τις ήδη κανονισθείσες συντάξεις,
καθώς και εκείνες που θα κανονισθούν μέχρι την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα
με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
β.
Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1
υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος
νόμου έως 31.12.2016 κανονίζονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις
διατάξεις του παρόντος νόμου.
γ.
Οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο, κατά την ημερομηνία έναρξης
λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου,
συντάξεις όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν καταστεί συνταξιούχοι μέχρι
την ημερομηνία αυτή, μεταφέρονται στον Ε.Φ.Κ.Α. και καταβάλλονται από
αυτόν, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 13 περί ανωτάτου
ορίου σύνταξης.
3. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή:
α. για όσους από τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185),
β.
για όσους δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη
ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης Ο.Γ.Α. ή ανασφάλιστου
Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.δ. 168/2007
(Α΄ 209), του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210) και των άρθρων 22 και 27 του
Ν. 1813/1988 (Α΄243),
γ.
για τους λογοτέχνες καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3075/2002 (Α΄ 297),
δ. για όσους λαμβάνουν προσωπική σύνταξη, καθώς και
ε.
για όσους δικαιούνται σύνταξη λόγω ανικανότητας ή λόγω θανάτου που
προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα
ταύτης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.δ. 169/2007 σε συνδυασμό και με
αυτές του Π.δ. 168/2007.
Τα
ανωτέρω πρόσωπα εξακολουθούν να υπάγονται στο ασφαλιστικό –
συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου και οι συντάξεις τους κανονίζονται
με βάση τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου
συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο.
Οι
διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα
οποία μεταβιβάστηκε ή μεταβιβάζεται η σύνταξη των υπαγομένων σε αυτές
προσώπων.
4.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα ορισθεί κάθε άλλη αναγκαία
λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
Άρθρο 5
Ενιαίοι κανόνες ασφάλισης παροχών υπαλλήλων Δημοσίου
1.
Από 1.1.2017 το συνολικό ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον Ε.Φ.Κ.Α.
ασφαλισμένου και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των συντάξιμων μηνιαίων
αποδοχών των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4,
όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος του
ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του Δημοσίου και των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου 2 περίπτωση γ΄ του παρόντος άρθρου.
2.α.
Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας
ασφαλιστικής εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη συνίσταται στο
δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο
βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
β.
Το ανώτατο όριο της προηγούμενης περίπτωσης εφαρμόζεται και επί
πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην
εισφορά ασφαλισμένου.
γ.
Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά
ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου Σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που
προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται
ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από
1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην
ανωτέρω παράγραφο.
Οι
διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα
που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 3660/2008 (Α΄ 78).
3.
Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική
Δήλωση, σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
4.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες
διαδικασίες για την εφαρμογή του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών, τις
προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα και κάθε άλλη αναγκαία
λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Άρθρο 6
Ειδικές Μεταβατικές συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου
1.α.
Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράρου 1 του
άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους λόγω συνταξιοδότησης, μέχρι
την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπολογίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις
της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά τις
31.12.2014, και καταβάλλονται με τον περιορισμό των διατάξεων του άρθρου
13.
β.
Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή για όσα από τα
προαναφερόμενα πρόσωπα δεν πληρούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
νόμου, τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξής τους. Τα πρόσωπα
αυτά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
γ.
Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράρου 1 του
άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους από την έναρξη ισχύος του
παρόντος κανονίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Όσοι από τα
ανωτέρω πρόσωπα αποχωρούν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εντός
του έτους 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της
κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού
της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής
νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήμισυ
της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με
ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 14, ενώ για όσους θα
αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα
ανωτέρω προσωπική διαφορά ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και
στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντίστοιχα.
δ.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της
παρ. 2 του άρθρου 56 του Π.δ. 169/2007 δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα
των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
ε.
Οι διατάξεις του άρθρου 92 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την καταβολή
του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) στους ήδη
συνταξιούχους του Δημοσίου, καθώς και σε όσους θα καταστούν συνταξιούχοι
από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
2.
Συνταξιούχοι του Δημοσίου που κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον
Ε.Φ.Κ.Α. λαμβάνουν μία ή περισσότερες συντάξεις από άλλο φορέα κύριας
ασφάλισης, δικαιούνται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη ίση με το άθροισμα των
καταβαλλόμενων συντάξεων. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από
διαφορετική αιτία, ο Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθεί να καταβάλει αυτές χωριστά.
3.
Οι συντάξεις των προηγούμενων παραγράφων αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος.
4.
Ειδικά, για τα Στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και
του Πυροσβεστικού Σώματος, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του
άρθρου 4, τίθενται σε ισχύ από 1.7.2016.
Άρθρο 7
Εθνική Σύνταξη
1.
Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σε όλους, όσοι
θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας ή κατά
μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
2. Ειδικά,
στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης εξ ιδίου δικαιώματος, η Εθνική Σύνταξη
καταβάλλεται στους δικαιούχους εφόσον διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην
Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας
και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας
καταβολής της σύνταξης. Η μόνιμη διαμονή για τους πολίτες χωρών εκτός
Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύεται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία
για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αυτούς. Το ποσό της μειώνεται για
τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται
των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους της
ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο
ηλικίας καταβολής της σύνταξης. Η κατά τα ανωτέρω μείωση δεν εφαρμόζεται
στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις του τετάρτου
εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του
Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε
αυτές, όπως ισχύουν κάθε φορά, καθώς και για όσα από τα πρόσωπα αυτά
συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165).
3.
Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις
καταβολής μειωμένης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, σύμφωνα με τις
οικείες διατάξεις. Η κατά τα ανωτέρω μείωση της εθνικής σύνταξης,
προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη εξ
ιδίου δικαιώματος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για
τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
4.
Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω ανικανότητας με
ποσοστό ανικανότητας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της
εθνικής σύνταξης και με ποσοστό ανικανότητας από 50% έως και 66,99%
χορηγείται το 50% αυτής. Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη
σύνταξη λόγω ανικανότητας με ποσοστό ανικανότητας έως 49,99% χορηγείται
το 40% της εθνικής σύνταξης. Στους συνταξιούχους με ποσοστό ανικανότητας
80% και άνω χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης. Οι
προσαρμογές αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση
τις διατάξεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της
περίπτωσης α΄ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210),
είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε
φορά, καθώς και για όσα από τα πρόσωπα αυτά συνταξιοδοτούνται με βάση
τις διατάξεις του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165).
5.
Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην
περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους και μιας μειωμένης
κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες.
Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων,
καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία
από αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες
ποσό της εθνικής σύνταξης.
6.
Για την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η εθνική σύνταξη ορίζεται σε
τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται ακέραια
εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της
εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που
υπολείπεται των 20 ετών, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη
ασφάλισης. Η εθνική σύνταξη αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος.
Άρθρο 8
Ανταποδοτική σύνταξη
1.
Οι υπάλληλοι−λειτουργοί του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι
θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά
μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό
μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές της
παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο
άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά
προκύπτουν από τον πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην παράγραφο 4,
σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.
2.α.
Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους
σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά
μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του
ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος
αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των
μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο
μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των
μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του
ασφαλιστικού του βίου.
Για
τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές
του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες σύμφωνα με
τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4.
Στις
περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του
τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του
Π.δ. 169/2007, είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως
ισχύουν κάθε φορά, καθώς και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές
πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 612/1977 είτε με
βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύον κάθε φορά είτε με
βάση τις διατάξεις του Ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές επί των
οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών λαμβάνεται
υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη
διάρκεια της συνολικής ασφάλισής του.
β.
Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής
του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το
ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό−εισόδημα αν
εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά
κάθε μήνα ασφάλισης.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.1 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
3.
Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων
των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6, ως συντάξιμες
αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου
2, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση
με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το
ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του
υπαλλήλου λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού.
4.α.
Η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών, για το διάστημα έως και το
2020, διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη
τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η προσαύξηση των
συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα από το 2021 και εφεξής διενεργείται
με βάση το δείκτη μεταβολής μισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.
β.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζονται οι αναγκαίες
λεπτομέρειες και η διαδικασία της εφαρμογής του δείκτη μεταβολής μισθών
της ΕΛΣΤΑΤ για την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών.
όπως προστέθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
5.
Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για
το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του
κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί
αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης
εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται
στην τρίτη στήλη του πίνακα.
Ειδικότερα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα:
όπως αναριθμήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
6. Πρόσωπα
τα οποία είναι συνταξιούχοι των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων,
τομέων και κλάδων, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον Ε.Φ.Κ.Α.,
εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον
Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από
τους ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς και κλάδους. Αν οι
συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθεί να
καταβάλλει αυτές χωριστά.
όπως αναριθμήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
7. Οι
διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 14 του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210) και της
παραγράφου 5 του άρθρου 55, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που παραπέμπει
σε αυτές δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 6.
όπως αναριθμήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
Άρθρο 9
Προσωρινή σύνταξη
1.
Στο τέλος της περίπτωσης ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 57Α του
Π.δ. 169/2007, προστίθενται εδάφια ως εξής: «σε περίπτωση που λαμβάνεται
ταυτόχρονα και άλλη σύνταξη για την ίδια αιτία από οποιονδήποτε φορέα
κύριας ασφάλισης,σε περίπτωση που για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού
δικαιώματος είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης,
εκτός εάν μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του
ενδιαφερομένου, εκδοθεί η πράξη αναγνώρισης των χρόνων ασφάλισης, ακόμα
και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του
σχετικού ποσού από την δικαιούμενη σύνταξη».
2.
Οι διατάξεις του άρθρου 57Α του Π.δ. 169/2007, όπως τροποποιημένες με
τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν, έχουν εφαρμογή και
για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 4 που αποχωρούν από την
Υπηρεσία μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
3. Η
προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στους
δικαιούχους που είναι άτομα με αναπηρία, με χρόνιες παθήσεις και στους
γονείς και νόμιμους κηδεμόνες που προστατεύουν άτομα με αναπηρία ή σε
όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 612/1977 είτε με
βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά, ή με
βάση τις διατάξεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της
περίπτωσης α΄ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210)
είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε
φορά.
Άρθρο 10
Οικογενειακή παροχή προσαύξηση σύνταξης
1.
Επιδόματα τέκνων για όσους συνταξιοδοτηθούν στο εξής με βάση τις
διατάξεις του παρόντος καταβάλλονται, σύμφωνα με το άρθρο Πρώτο
παρ. ΙΑ΄, υποπαράγραφος ΙΑ2 του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και το άρθρο 40
του Ν. 4141/2013 (Α΄ 81).
2. Για
όσους λαμβάνουν σύνταξη μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος,καθώς και
για τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6,
περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 η οικογενειακή παροχή
εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες
διατάξεις όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Η
περίπτωση ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), δεν
έχει εφαρμογή στα πρόσωπα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 6 του παρόντος.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.1 Άρθρο δεύτερο ΝΟΜΟΣ 4393/2016 και ισχύει από 06/06/2016
Άρθρο 11
Σύνταξη αναπηρίας
1. Μέχρι
τη θέση σε ισχύ νομοθετικής ρύθμισης με αντικείμενο τη θέσπιση νέων,
ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους, το Δημόσιο και οι λοιποί
εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, κλάδοι και τομείς, εξακολουθούν να
εξετάζουν τις αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω ανικανότητας ως προς τις
προϋποθέσεις απονομής σύνταξης, καθώς και να καταβάλλουν το επίδομα
απολύτου αναπηρίας, σύμφωνα με τις, μέχρι την έναρξη ισχύος του
παρόντος, διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, καθώς
και τις γενικές και καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων φορέων. Οι
νέοι κανόνες πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή έως τις 31.12.2016.
2.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συνιστάται Επιτροπή με αντικείμενο
την επανεξέταση των υφιστάμενων διατάξεων και τη θέσπιση νέων, ενιαίων
κανόνων για όλες τις συντάξεις αναπηρίας. Στην Επιτροπή αυτή συμμετέχει
υποχρεωτικά και ένας (1) εκπρόσωπος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με
Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ).
Άρθρο 12
Σύνταξη λόγω θανάτου
1.
Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει
πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή
του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω
μέλη της οικογένειάς του:
Α.
Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του
κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που ο
θάνατος έχει συμβεί προτού συμπληρωθεί το 55ο έτος ηλικίας του
επιζώντος συζύγου τότε καταβάλλεται σε αυτόν σύνταξη για διάρκεια τριών
(3) ετών. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά
τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η καταβολή της διακόπτεται με τη
συμπλήρωση της τριετίας και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου
έτους της ηλικίας του. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον
και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή
τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για
την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω.
Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:
α)
Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το
όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή
ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε
Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής
Κατάρτισης, ή
β)
κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα
και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους
επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην
περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη
συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Γ.
Ο διαζευγμένος σύζυγος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1Α για
τον επιζώντα σύζυγο και εφόσον πληροί αθροιστικά και τις ακόλουθες
προϋποθέσεις:
α)
ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν ή
να υποχρεούτο να του καταβάλλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με
δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,
β) να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
γ) το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη,
δ)
το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το
διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων
Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93 του
παρόντος,
ε) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
2.
Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή
ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την
τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας ή ανθρωποκτονία,
β) κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο,
γ) η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο,
δ)
συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι
τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη
διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον
πέντε (5) χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον
έξι (6) μήνες.
3. Το δικαίωμα της κατά μεταβίβαση σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων παύει να ισχύει:
α) με το θάνατο του δικαιούχου,
β) με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη
συμφώνου συμβίωσης,
γ) με τη συμπλήρωση των κατά την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1Β οριζόμενων ορίων ηλικίας, και
δ)
από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής,
έπαυσε η κατά τις παραγράφους 1Α και 1Β περίπτωση β΄ ανικανότητα για
εργασία.
4.Α.
Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού
της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και
επιμερίζεται ως εξής:
α)
Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε
χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, αυτή
περιορίζεται ως ακολούθως:
Αν
η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου του,
αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα
έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος
διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος. 2% για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος. 4% για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο έτος. 5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β)
Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη
λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που
δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% για χήρο και 25%
για διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου)
και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό
σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και
αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Προκειμένου περί έγγαμου
βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά
τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά
50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο
διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως
άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων
του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον διαζευγμένο κατά
τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται
εξίσου μεταξύ αυτών.
γ)
Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό
και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το
ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το
ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Β.
Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και
των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της
σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των
δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται
ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Γ.
Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα
σύζυγο μειωμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του
παρόντος, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα.
Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού
σύνταξης λόγω θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται
δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
5.α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β)
Μετά την πάροδο της τριετίας, αν ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή
λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, καταβάλλεται το 50% της
σύνταξης.
γ)
Εάν ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος
σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη
σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως
άλλων προϋποθέσεων.
6.
Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη
καταβολή της κατά μεταβίβαση σύνταξης, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος
σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής
δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές
καταβάλλονται από το Δημόσιο για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. Με κοινή
απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας.
7.
Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό
καταργείται. Καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
συντάξεις διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 14.
8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 13
Ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης
1.
Μέχρι 31.12.2018 αναστέλλεται η καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας
σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την
έναρξη ισχύος του παρόντος, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις δύο
χιλιάδες (2.000) ευρώ. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου,
λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς
υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης
Συνταξιούχων του άρθρου 38 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει, και
των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του Ν. 3986/2011 (Α΄ 152), όπως
ισχύει.
2.
Κατά την ίδια περίοδο, το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των
παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε
αιτία από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή
επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες
(3.000) ευρώ. Στον υπολογισμό του ανώτατου ορίου καταβολής σύνταξης που
αφορά στα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και των οικογενειών που
έχουν μέλη τους άτομα με αναπηρία δεν λαμβάνονται υπόψη τα πάσης φύσεως
προνοιακά επιδόματα και επιδόματα αναπηρίας.
3. Από
1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση
με ανώτατο όριο των παραγράφων 1 και 2 και το νέο ύψος των συντάξεων
όπως θα προκύψει, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους.
Άρθρο 14
Αναπροσαρμογή συντάξεων−προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
1.
α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών
αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του
παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8,
13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων.
β.
Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την
έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των
συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου
κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν
την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των
συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του
παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο
σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
2.α.
Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου
συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την
31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. Ειδικά, ο
υπολογισμός της κράτησης υπέρ υγειονομικής περίθαλψης διενεργείται,
σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 30 του άρθρου 1 του Ν. 4334/2015 (Α΄
80), όπως ισχύει.
β.
Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι
μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της
παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον
δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την
πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως
αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό
των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό
τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο
της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση
του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.
3.α.
Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του
παρόντος, αυξάνεται από την 1.1.2017 κατ’ έτος με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη
μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών
Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή
του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
β.
Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες
προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από
αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α΄ ή με
βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται.
4.
Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί
υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την
Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη
συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της
μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των
ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την ανταποδοτική και την επικουρική
σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το
περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς
το 2009.
Άρθρο 15
Χρόνος ασφάλισης
1. Χρόνος ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. λογίζεται:
α.
Ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ήτοι ο χρόνος ασφαλιστέας απασχόλησης ή
ιδιότητας στον Ε.Φ.Κ.Α. ή στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς,
τομείς και κλάδους για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές, όπου αυτές
προβλέπονταν.
β.
Ο λογιζόμενος στο διπλάσιο χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των
υπαλλήλων−λειτουργών του Δημοσίου και των στρατιωτικών, καθώς και οι
αναγνωριζόμενοι πλασματικοί χρόνοι ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις
της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά την
έναρξη ισχύος του παρόντος.
Όπου
για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται
καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον
ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου χρόνου ασφάλισης της εισφοράς
ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής
της αίτησης εξαγοράς.
Η
ως άνω εισφορά υπολογίζεται επί των συντάξιμων αποδοχών του
ασφαλισμένου κατά το μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς και, εφόσον έχει
διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα
απασχόλησης, αναπροσαρμοζόμενων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην
παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.
Το
συνολικό ποσό της κατά τα ανωτέρω εξαγοράς καταβάλλεται σε τόσες
μηνιαίες δόσεις, όσοι είναι οι μήνες που αναγνωρίζονται.Το ποσό αυτό
μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ, οπότε παρέχεται έκπτωση 2% για κάθε έτος
εξαγοράς.
γ.
Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στους εντασσόμενους στον
Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς και κλάδους, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που
αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του, καθώς και ο
χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία. Διαδικασίες
αναγνώρισης χρόνων ασφάλισης, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την
πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στον Ε.Φ.Κ.Α. μέχρι
την ολοκλήρωσή τους, βάσει των διατάξεων που ισχύουν κατά την έναρξη
ισχύος του παρόντος.
δ. Ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.3 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
2.
α. Υπάλληλοι που εσφαλμένα έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου και
υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν στην Υπηρεσία, συνεχίζουν την
ασφάλισή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. μέχρι την αποχώρησή τους από την Υπηρεσία.
β.
Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί καλόπιστα στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον
Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων και κλάδων, ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες
προϋποθέσεις, συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. εφόσον
διατηρούν την ιδιότητα ή απασχόληση για την οποία υπήχθησαν στην
ασφάλισή των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων και κλάδων.
Χρόνος για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές στους
εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς και κλάδους, ενώ δε
συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης λογίζεται ως χρόνος
ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. και οι σχετικές ασφαλιστικές εισφορές δεν
επιστρέφονται, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαγραφής.
3.
Η παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2084/1992, η παρ. 5 του άρθρου 8 του ν.
2084/1992, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ορίζει διαφορετικά από τις
διατάξεις του παρόντος νόμου, καταργείται.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο δεύτερο ΝΟΜΟΣ 4393/2016 και ισχύει από 06/06/2016
Άρθρο 16
Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου συμφώνου συμβίωσης
Με
τους εγγάμους εξομοιώνονται πλήρως οι αντισυμβαλλόμενοι στο σύμφωνο
συμβίωσης του Ν. 4356/2015 (Α΄ 181) ως προς κάθε κοινωνικοασφαλιστικό
δικαίωμα, παροχή, υποχρέωση ή περιορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος νόμου ή της εν γένει κοινωνικοασφαλιστικής και προνοιακής
νομοθεσίας
Άρθρο 17
Παράλληλη ασφάλιση
1.
Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους
οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως
ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε
δύο ή περισσότερους φορείς ή τομείς ασφάλισης που εντάσσονται στον
Ε.Φ.Κ.Α., καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα
τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον
παρόντα νόμο. Στην περίπτωση αυτή για τη δεύτερη αναληφθείσα
επαγγελματική δραστηριότητα δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση καταβολής
ελάχιστης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς του άρθρου 39 παράγραφος 3.
2.
Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση,
για τους οποίους προέκυπτε, βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών
διατάξεων κάθε εντασσόμενου στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέα, όπως ίσχυαν έως την
έναρξη ισχύος του παρόντος, υποχρεωτική υπαγωγή λόγω ιδιότητας σε δύο ή
περισσότερους φορείς για την ίδια απασχόληση, καταβάλλουν τις
προβλεπόμενες στο άρθρο 5 παράγραφο 1 του παρόντος ασφαλιστικές
εισφορές.
3.
Όσα από τα πρόσωπα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, παλαιοί
ασφαλισμένοι, για τους οποίους υπολογίζονταν και καταβάλλονταν εισφορές
σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους ή λογαριασμούς έως την
έναρξη ισχύος του παρόντος, εξακολουθούν να καταβάλλουν προαιρετικά,
κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, διπλές εισφορές επί των αποδοχών τους
και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ώστε να συμπληρώσουν το
χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος και δεύτερης σύνταξης ή
τη συνέχιση της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό
ποσοστό εισφοράς εργοδότη και εργαζομένου ή την εισφορά των άρθρων 39 ή
40.
4.
Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων
του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 8 και η επιπλέον παροχή, για
κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά θα υπολογίζεται με ετήσιο
συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον
εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτήν την περίπτωση θα προκύπτει
λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι
διατάξεις του άρθρου 14 εφαρμόζονται αναλόγως.
5. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, πλην της παραγράφου 4, εφαρμόζονται από την 1.1.2017.
6.
Το άρθρο 39 του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που
ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του παρόντος καταργούνται.
Άρθρο 18
Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
1.
Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 4, ανεξαρτήτως του χρόνου
υπαγωγής στην ασφάλιση δικαιούνται από την 1.1.2017, να συνεχίσουν
προαιρετικά την ασφάλισή τους: α) εάν έχουν πραγματοποιήσει στην
υποχρεωτική ασφάλιση τουλάχιστον πέντε (5) έτη, εκ των οποίων
τουλάχιστον ένα (1) έτος εντός της τελευταίας πριν την υποβολή της
αίτησης πενταετίας και υποβάλλουν τη σχετική αίτηση μέσα σε προθεσμία
δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ασφάλισή τους σε φορέα, τομέα, κλάδο
ή λογαριασμό κύριας ασφάλισης, ή β) εάν έχουν πραγματοποιήσει
οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση δέκα (10) έτη εργασίας, ανεξάρτητα
από το χρόνο υποβολής της αίτησης για προαιρετική συνέχιση της
ασφάλισης.
2. Η κατά την παράγραφο 1 προαιρετική ασφάλιση πραγματοποιείται για κύρια σύνταξη ή/και για ασθένεια σε είδος και σε χρήμα.
3. Για
την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά ασφαλισμένου και
εργοδότη κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στο άρθρο 5. Ειδικότερα από τον
προαιρετικά ασφαλισμένο καταβάλλεται μηνιαίως για τον κλάδο κύριας
ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς
εργαζόμενου – εργοδότη, στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το
χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση. Το ως άνω ποσοστό
υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων
καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από
την αποχώρηση από την υπηρεσία, προσαυξανόμενων σύμφωνα με τα
προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.Για παροχές
ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο
Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., ο προαιρετικά ασφαλισμένος δημόσιος υπάλληλος
καταβάλλει μηνιαίως εξολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και
εργοδότη, στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη
αντιστοίχως επί των αποδοχών όπως προβλέπεται ως ανωτέρω για την κύρια
σύνταξη.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.4 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
4.
Η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης αποκλείεται αν ο ασφαλισμένος κατά
την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά την έννοια του
στοιχείου β΄της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 189).
5.
Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης
στον Ε.Φ.Κ.Α. και διενεργείται για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να
υπολείπεται των είκοσι πεντε (25) ημερών ασφάλισης ανά μήνα και των
τριακοσίων (300) ημερών ανά έτος.
6.
Η προαιρετική ασφάλιση διακόπτεται/λήγει: α) με αίτηση του
ασφαλισμένου, από την πρώτη του επομένου μήνα της υποβολής της, β) με τη
συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή επ’ αόριστον αναπηρίας του ασφαλισμένου,
γ) αν ο ασφαλισμένος αναλάβει εργασία ή δραστηριότητα ή αποκτήσει
ιδιότητα με βάση την οποία υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του
Ε.Φ.Κ.Α. και δ) με το θάνατο του ασφαλισμένου.
Καταβολή
εισφορών μετά τη διακοπή/λήξη της προαιρετικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα
ανωτέρω, δεν γεννά κανένα δικαίωμα, πλην της άτοκης επιστροφής των
εισφορών για τον κλάδο κύριας ασφάλισης.
7. Η
εισφορά για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται εντός των
προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία και ανά κατηγορία ασφαλισμένων
προθεσμιών.
Σε
περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής της ασφαλιστικής εισφοράς, αυτή
βαρύνεται με τους προβλεπόμενους από την ισχύουσα νομοθεσία τόκους για
τις ασφαλιστικές εισφορές υποχρεωτικής ασφάλισης.
8.
Απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται
εφόσον ο ασφαλισμένος έχει καθυστερήσει την καταβολή της μηνιαίας
ασφαλιστικής εισφοράς για περισσότερο από δύο έτη από την ημερομηνία που
αυτή κατέστη απαιτητή.
Σε
περίπτωση απώλειας του δικαιώματος ο ασφαλισμένος μπορεί να υποβάλει εκ
νέου αίτημα για προαιρετική ασφάλιση μετά την παρέλευση τριών ετών.
Συνολικά ο ασφαλισμένος μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς προαιρετικής
ασφάλισης μέχρι 3 φορές.
9.
Ασφαλισμένοι που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση μέχρι
31.12.2016 συνεχίζουν την προαιρετική ασφάλιση με τους ίδιους όρους με
τους οποίους υπήχθησαν σε αυτή.
10.
Οι ασφαλισμένοι που συμπληρώνουν με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους
εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς τις
ανωτέρω προβλεπόμενες χρονικές προϋποθέσεις για υπαγωγή στην
προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, δικαιούνται να συνεχίσουν την
ασφάλισή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. προαιρετικά, σύμφωνα με τους κανόνες του
τελευταίου εντασσόμενου φορέα υποχρεωτικής ασφάλισής τους.
11.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να καθορίζεται η έναρξη, η
αναστολή, η διακοπή/λήξη της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης,
ζητήματα υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση στην περίπτωση πολλαπλής ή
παράλληλης απασχόλησης, ο τρόπος απόδειξης τήρησης των όρων της ρύθμισης
οφειλών και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος
άρθρου.
Άρθρο 19
Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης
1.
Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν
ασφαλιστικούς οργανισμούς που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., δικαιούνται
σύνταξη κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται στον Ε.Φ.Κ.Α.. Η αίτηση αυτή
εξετάζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του φορέα ή τομέα ή κλάδου ή
λογαριασμού στην οποία υπάγονταν, λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης, τα
ανωτέρω πρόσωπα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή του τελευταίου πριν
την υποβολή της αίτησης φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό, σύμφωνα με τη
νομοθεσία του εντασσόμενου φορέα, όπως ισχύει κατά την επέλευση του
ασφαλιστικού κινδύνου. Η αίτηση εξετάζεται κατ’ αναλογία, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2. 3 και 4 του άρθρου 2 του Ν.δ. 4202/1961
(Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του Ν. 1405/1983 (Α΄ 180)
και το άρθρο 14 του Ν. 1902/1990 (Α΄ 138) και αντικαταστάθηκαν με την
παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), προκειμένου να κριθεί ο
αρμόδιος για κρίση του δικαιώματος φορέας, τομέας, κλάδος ή λογαριασμός.
Ως
χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω
προϋποθέσεων αρμοδιότητας λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής
ασφάλισης. Ειδικά, για την πλήρωση των προϋποθέσεων του απαιτούμενου
συνολικού χρόνου ασφάλισης δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος
αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές
στον αρμόδιο εντασσόμενο φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό. Για τη
συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας και θανάτου με χρόνο διαδοχικής ασφάλισης,
δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας
για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον αρμόδιο εντασσόμενο φορέα,
τομέα, κλάδο ή λογαριασμό για την πλήρωση των προϋποθέσεων αρμοδιότητας.
2.
Η Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α., που απονέμει κατά τα ανωτέρω τη σύνταξη,
υπολογίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος
νόμου, το ποσό της σύνταξης με βάση το συνολικό χρόνο που διανύθηκε στην
ασφάλιση του ίδιου και των συμμετεχόντων εντασσόμενων φορέων, τομέων,
κλάδων και λογαριασμών.
Οι
συμμετέχοντες εντασσόμενοι φορείς ενημερώνουν την αρμόδια Υπηρεσία του
Ε.Φ.Κ.Α. για το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί στην ασφάλιση τους,
τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου,
καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που απαιτείται.
Ο
τρόπος υπολογισμού των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου
ισχύει για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και
ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση
οποιουδήποτε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
Τα
οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο ισχύουν για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως
χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν
διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα.
3.α.
Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος
του παρόντος νόμου, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του
Ν.δ. 4202/1961, (Α΄ 175), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον
παρόντα νόμο. Στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω αιτήσεις συνταξιοδότησης
υποβάλλονται μετά την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., εξετάζονται από
τις αρμόδιες υπηρεσίες του κατά τα ανωτέρω.
β.
Αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του
παρόντος νόμου, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος
άρθρου.
4.
Από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. και την εφαρμογή των διατάξεων
του παρόντος άρθρου παύει να ισχύει κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά στην
εφαρμογή των διατάξεων διαδοχικής ασφάλισης στους φορείς/τομείς κύριας
ασφάλισης.
5.
Για τα πρόσωπα που προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο πριν την
1.1.1983 και έχουν πραγματοποιήσει χρόνο ασφάλισης σε περισσότερους από
έναν φορείς, Τομείς κλάδοι και λογαριασμοί που εντάσσονται στον
Ε.Φ.Κ.Α., ισχύουν τα εξής:
α.
Για αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί έως την έναρξη ισχύος
του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του
Ν. 1405/1983 (Α΄ 180), όπως ισχύουν.
β.
Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος εξακολουθούν να
εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του Ν. 1405/1983, μόνο για
τα πρόσωπα για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές για
κύρια σύνταξη στο Δημόσιο.
γ.
Για χρόνο ασφάλισης, για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές
εισφορές, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου περί
συνυπολογισμού διαδοχικού χρόνου ασφάλισης και δεν απαιτείται αναγνώριση
του χρόνου αυτού, εφόσον υποβληθεί η αίτηση συνταξιοδότησης μετά την
ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Το
ίδιο ισχύει και για τις εκκρεμείς αιτήσεις αναγνώρισης κατά την
ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου, σε οποιοδήποτε στάδιο
έκδοσης της σχετικής πράξης αναγνώρισης, εφόσον υποβληθεί αίτηση
συνταξιοδότησης μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Πράξεις
αναγνώρισης που έχουν εκδοθεί προ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του
παρόντος άρθρου και αφορούν χρόνο για τον οποίο είχαν καταβληθεί
εισφορές, για πρόσωπα που υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την
έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος, άρθρου, παραμένουν ισχυρές, με
την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 66 του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210),
όπως ισχύουν.
6.
Ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το συνυπολογισμό του χρόνου
διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς,
κλάδους και λογαριασμούς, υπό την προϋπόθεση ότι μετά την ένταξη τους
στον Ε.Φ.Κ.Α., δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα που
υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα, κλάδου και
λογαριασμού που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου του. Δεν είναι
δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση
του κάθε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
Στις
περιπτώσεις που έχει διανυθεί παράλληλα χρόνος ασφάλισης σε
περισσότερους του ενός εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς πριν την
ένταξή τους στον Ε.Φ.Κ.Α., ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το χρόνο
ασφάλισης που επιθυμεί να συνυπολογίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις της
διαδοχικής ασφάλισης. Για τον παράλληλο χρόνο ασφάλισης, ο οποίος δεν
συνυπολογίζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφαρμόζονται οι διατάξεις του
άρθρου 17 περί παράλληλης ασφάλισης του παρόντος.
7.
Για χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί διαδοχικά σε οργανισμούς
επικουρικής ασφάλισης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των προηγούμενων
παραγράφων. Τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο του παρόντος άρθρου
εφαρμόζονται αναλογικά και για τα εντασσόμενα ταμεία, τομείς, κλάδους ή
λογαριασμούς στο ΕΤΕΑΕΠ.
8.
Για τους φορείς, τομείς, κλάδους ή λογαριασμούς που χορηγούν εφάπαξ
παροχές που εντάσσονται στον Κλάδο εφάπαξ παροχών του ΕΤΕΑΕΠ υποβάλλεται
μία αίτηση χορήγησης εφάπαξ παροχής στην αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ
στην οποία υπάγεται ο ασφαλισμένος, πριν τη διακοπή της ασφάλισης ή την
ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού
κινδύνου. Η αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζει την αίτηση για το
σύνολο του χρόνου που έχει διανυθεί σε όλους τους εντασσόμενους
Φορείς/Τομείς/ Κλάδους/Λογαριασμούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο
35 του παρόντος νόμου.
Αιτήσεις
χορήγησης εφάπαξ παροχής που έχουν υποβληθεί πριν την έναρξη
λειτουργίας του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος άρθρου από την αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ.
9. Εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.δ. 4202/1961, όπως ισχύουν περί επίλυσης αμφισβητήσεων.
Ειδικότερα
η επίλυση αμφισβητήσεων που αφορούν συντάξεις υπαλλήλων λειτουργών του
Δημοσίου, καθώς και στρατιωτικών εξακολουθεί να υπάγεται στην
αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 20
Απασχόληση συνταξιούχων
1.
Στους εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους του Δημοσίου, καθώς και όλων
των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α.,
οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα
υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., οι ακαθάριστες
συντάξεις κύριες και επικουρικές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60%
για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την
δραστηριότητα. Για το διάστημα αυτό καταβάλλονται οι ασφαλιστικές
εισφορές για τον απασχολούμενο συνταξιούχο, κατά τα ειδικότερα
προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Ειδικά,
στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι της παραγράφου 1 αναλαμβάνουν
εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, η
καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών
αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των
υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους.
Για
την προσαύξηση της επικουρικής σύνταξης και του ανταποδοτικού μέρους
της κύριας σύνταξης των ανωτέρω συνταξιούχων εφαρμόζονται αναλογικά οι
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 30.
3.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του
Ν. 3833/2010 με εξαίρεση αυτά που έχουν οριστεί ως μη αμειβόμενα,
σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 3 του ν. 3429/2005 (Α΄314).
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.8 Άρθρο 74 ΝΟΜΟΣ 4445/2016 και ισχύει από 19/12/2016
4.
Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυταπασχολείται μπορεί να
αξιοποιήσει το χρόνο της ασφάλισής του κατά το χρονικό διάστημα της κατά
τα ανωτέρω απασχόλησής του ή της περικοπής ή αναστολής καταβολής της
σύνταξής του για την προσαύξηση της επικουρικής και του ανταποδοτικού
μέρους της κύριας σύνταξης κατά 60% του ποσού που υπολογίζεται με
αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 30.
5.
Οι συνταξιούχοι της παραγράφου 1 του παρόντος υποχρεούνται πριν
αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν να δηλώσουν τούτο στον φορέα κύριας
ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και στο ΕΤΕΑ ή στον φορέα επικουρικής
ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται. Παράλειψη της δήλωσης
συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε
να του παρακρατηθεί, συμφώνως με το παρόν άρθρο, κατά το χρονικό
διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με
ετήσιο επιτόκιο 4,56%, ο δε Ε.Φ.Κ.Α. δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό
με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.
6.
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για όσους θα αναλάβουν
εργασία ή θα αυτοαπασχοληθούν, γενικά, από την έναρξη ισχύος του
παρόντος νόμου και εντεύθεν, καθώς και για τα πρόσωπα της παραγράφου 3
του άρθρου 4.
Ειδικά,
για τα πρόσωπα που ανέλαβαν εργασία ή αυτοαπασχόληση πριν τη δημοσίευση
του παρόντος νόμου διατηρούνται σε ισχύ και εξακολουθούν να ισχύουν οι
διατάξεις του άρθρου 36 του Ν. 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκε με το
Ν. 3863/2010, και ισχύει μέχρι την ημερομηνία έναρξης του παρόντος.
7. Οι
ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις της
συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, που αφορούν την απασχόληση των
συνταξιούχων, γενικά, δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της προηγούμενης
παραγράφου.
Άρθρο 21
Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων − Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Για
όσα θέματα δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν
να εφαρμόζονται οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου, όπως ισχύουν
κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ειδικά, από την ημερομηνία
υπαγωγής των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4
στον Ε.Φ.Κ.Α., για τις εισφορές, παροχές και οφειλές, με απόφαση του
Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν κατά
την ανωτέρω ημερομηνία για το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 23 ΝΟΜΟΣ 4445/2016 και ισχύει από 19/12/2016
Άρθρο 22
Τροποποίηση διατάξεων του Π.δ. 169/2007
1.α. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 του άρθρου 5 του Π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά
εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους
οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας
από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των
επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ.»
β. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ. 6 του άρθρου 31 του Π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά
εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους
οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας
από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των
επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ».
γ.
Από την 1.1.2015 καταργείται κάθε άλλη διάταξη αντίθετη με τα οριζόμενα
στην περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 5 και της παρ. 6 του άρθρου 31
του Π.δ. 169/2007 όπως προστίθενται με το παρόν.
2. α. Στο τέλος της περίπτωσης ι΄της παρ. 2 του άρθρου 9 του Π.δ. 169/2007, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στις
διατάξεις της περίπτωσης αυτής, υπάγονται μόνο όσα από τα αναφερόμενα
σε αυτές πρόσωπα έχουν ασκήσει τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Οργανικής
Μονάδας, όχι κατά αναπλήρωση ή κατ’ ανάθεση τουλάχιστον για μία διετία,
μετά την επιλογή τους για τη θέση αυτή από το αρμόδιο κατά περίπτωση
όργανο ή μετά την τοποθέτησή τους στη θέση αυτή, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 4275/2014 (Α΄ 149). Αν τα
ανωτέρω πρόσωπα έχουν συμπληρώσει την προβλεπόμενη διετία ως
Προϊστάμενοι Οργανικών Μονάδων διαφορετικής βαθμίδας, καταβάλλεται το
επίδομα θέσης την οποία κατείχε ο υπάλληλος για περισσότερο χρόνο.»
β.
Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα με όσα ορίζονται στις διατάξεις
του προτελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ι΄ της παρ. 2 του άρθρου 9 του
Π.δ. 169/2007, αναπροσαρμόζονται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων,
από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους,
σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές, τα δε οικονομικά
αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση
του νόμου αυτού.
γ. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 4151/2013 καταργείται.
3.
Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 11 του Π.δ. 169/2007
αντικαθίσταται ως εξής: «Ο ανωτέρω χρόνος σπουδών αναγνωρίζεται ως
συντάξιμος εφόσον ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης δώδεκα
(12) ετών.»
4. α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 12 του Π.δ. 169/2007 προστίθεται περίπτωση νβ΄ ως εξής:
«νβ)
Ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε έως την έναρξη
ισχύος του Ν. 2510/1997 (Α΄ 136) για τα αδικήματα της ανυπακοής ή της
ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στα οποία υπέπεσαν
στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν να εκπληρώσουν τη στρατιωτική υπηρεσία
επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Για την αναγνώριση του ανωτέρω χρόνου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 17 του Ν. 3865/2010.»
β.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης νβ΄ της παρ. 1 του άρθρου
12 του Π.δ. 169/2007, όπως προστίθενται με το παρόν, πρέπει να
προσκομισθούν η καταδικαστική απόφαση για τα αδικήματα της ανυπακοής ή
της ανυποταξίας και το αποφυλακιστήριο από το οποίο να προκύπτει ο
χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης για τα ίδια αδικήματα.
γ. Οι διατάξεις της περίπτωσης νβ΄, όπως προστίθενται με το παρόν, έχουν εφαρμογή και:
για
τα πρόσωπα του άρθρου 3 του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165),για όσα από τα
αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα είχαν αποχωρήσει από την Υπηρεσία πριν από
την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης από
τους ενδιαφερομένους προς την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος
του νόμου αυτού. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν
από την πρώτη του επόμενου μήνα από την έκδοση της αναγνωριστικής
πράξης.
5.
Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 26 του
Π.δ. 169/2007 η φράση: «Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις χωρίς τη θέλησή
του.» αντικαθίσταται με τη φράση: «Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις χωρίς
υπαιτιότητά του».
Ειδικά
για όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν απομακρυνθεί από την Υπηρεσία έως
την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της
παρ. 1 του άρθρου 26 του Π.δ. 169/2007 εξακολουθούν να ισχύουν και δεν
λαμβάνεται υπόψη στην περίπτωση αυτή η τροποποίησή τους με τις διατάξεις
της παραγράφου αυτής.
6.α. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 41 του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210) αντικαθίστανται ως εξής:
«2.
Η συμπλήρωση εξαμήνων πτητικής ενέργειας ή ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή
υποβρυχίου καταστροφέα, καθώς και η συμπλήρωση καταδυτικών εξαμήνων,
βεβαιώνεται, κατά περίπτωση, με διαταγές του Αρχηγού του Γενικού
Επιτελείου Εθνικής Άμυνας ή του Αρχηγού του οικείου Σώματος για όσα από
τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου υπηρετούν στο Λιμενικό ή στο
Πυροσβεστικό Σώμα ή στην Ελληνική Αστυνομία.»
β.
Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα με όσα ορίζονται στις διατάξεις
της παρ. 2 του άρθρου 41 του Π.δ. 169/2007, όπως αντικαθίστανται με το
παρόν, αναπροσαρμόζονται μετά από σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων προς
την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., σύμφωνα με όσα ορίζονται
στις διατάξεις αυτές, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την
πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα.
7.
Η παρ. 14 του άρθρου 56 του Π.δ. 169/2007, όπως αναριθμήθηκε με την
παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 3660/2008 (Α΄ 78), αντικαθίσταται ως εξής:
«14.
Η σύνταξη όσων θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με βάση τις
διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 1, του Κώδικα αυτού,
καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας.»
8.
Στο τέλος της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 57Α του
Π.δ. 169/2007, προστίθεται η φράση «και να αναζητήσει με την έκδοση
καταλογιστικής πράξης τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά».
9. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 60 του Π.δ. 169/2007 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στις
περιπτώσεις αναδρομικών οικονομικών δικαιωμάτων σε βάρος του Δημοσίου,
που προκύπτουν κατά τον κανονισμό ή ανακαθορισμό της σύνταξης με βάση
τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, το ανωτέρω χρονικό διάστημα
επιμηκύνεται σε 5 έτη.»
10.
Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 12 του άρθρου 66 του
Π.δ. 169/2007 οι λέξεις «στην παράγραφο 2β» αντικαθίσταται με τις λέξεις
«στην παράγραφο 2α.»
Άρθρο 23
Ρυθμίσεις διαφόρων συνταξιοδοτικών θεμάτων
1.
Στην περίπτωση α΄ της παρ. 11 του άρθρου 5 του Ν. 2703/1999 (Α΄ 72) οι
λέξεις «Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 2530/1997»
αντικαθίστανται με τις λέξεις «Τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι και Ε.Π. των
Τ.Ε.Ι.».
2.α.
Οι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2703/1999 εφαρμόζονται αναλόγως και
για τους υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου και τους υπαλλήλους
Ν.Π.Δ.Δ., που τοποθετούνται ως Διοικητές και Υποδιοικητές των Ν.Π.Δ.Δ.,
καθώς και των φορέων του Κεφαλαίου Α΄ του Ν. 3429/2005 (Α΄ 314), τη
διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη
ή ως μέτοχος.
β.
Αν τα ανωτέρω πρόσωπα κατά τη διάρκεια της θητείας τους στους φορείς
της περίπτωσης α΄ δεν έχουν καταβάλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές
εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, ο χρόνος αυτός μπορεί να
αναγνωρισθεί συντάξιμος από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις της
παρ. 4 ή της παρ. 5 του άρθρου 59 του Π.δ. 169/2007.
γ.
Δικαιώματα που έχουν κριθεί διαφορετικά από τα οριζόμενα στις διατάξεις
της περίπτωσης β΄, επανακρίνονται, με βάση τις διατάξεις αυτές, ύστερα
από αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στην αρμόδια Διεύθυνση
Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εντός εξαμήνου από την
έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν
από την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα.
3.Στο τέλος του άρθρου 10 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, ως ημερομίσθιο
ανειδίκευτου εργάτη λαμβάνεται υπόψη εκείνο που ισχύει κάθε φορά».
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.3 Άρθρο δεύτερο ΝΟΜΟΣ 4393/2016 και ισχύει από 06/06/2016
4. α. Η διάταξη της περίπτωσης γ΄ της παρ. 16 του άρθρου 6 του Ν. 4002/2011 (Α΄ 180), αντικαθίσταται ως εξής:
«γ.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζεται το μέγεθος και τα
κριτήρια του δείγματος των ελέγχων που διενεργεί η Διεύθυνση Μεταβολών
και Δειγματοληπτικών Ελέγχων.»
β.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος και
η διαδικασία καταβολής των αναδρομικών ποσών σύνταξης, που δικαιούνται
συνταξιούχοι του Δημοσίου κατά το Ν.δ. 99/1974 (Α΄ 295), καθώς και οι
κληρονόμοι τους, λόγω της αναπροσαρμογής των συντάξεών τους με βάση τις
διατάξεις του άρθρου 57 του Ν. 3691/2008 (Α΄ 166), σε εκτέλεση
τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων.
γ.
Αναδρομικά ποσά συντάξεων τα οποία καταβάλλονται σε εκτέλεση δικαστικών
αποφάσεων, συμψηφίζονται με τυχόν ποσά που οφείλει ο δικαιούχος στο
Δημόσιο.
δ.
Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 1 του
Ν. 3408/2005 (Α΄ 272), καθώς και της περίπτωσης β΄ της παρ. 3 του άρθρου
1 του Ν. 3670/2008 (Α΄ 117) καταργούνται από 1.1.2016.
ε.
Οι καταβαλλόμενες μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος
συντάξεις αναπροσαρμόζονται από 1.1.2016 με βάση τις διατάξεις της
προηγούμενης περίπτωσης.
5.
Για την εξαίρεση από τις μειώσεις των συντάξεων του άρθρου 11 του
Ν. 3865/2010, της παρ. 14 του άρθρου 2 του Ν. 4002/2011, της παρ. 10 του
άρθρου 1 του Ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 του Ν. 4051/2012 (Α΄ 40) που
συνδέονται με πιστοποίηση ορισμένου ποσοστού αναπηρίας, γίνεται δεκτή
και η γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης
Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.).
Για
την προσαύξηση της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου
Β4 της παραγράφου Β΄ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) αρκεί
και η γνωμάτευση των ανωτέρω υγειονομικών επιτροπών.
6.
Αν για οποιονδήποτε λόγο παρακρατήθηκαν εσφαλμένα, μειωμένες
ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, το επιπλέον
οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται με παρακράτηση από τις καταβαλλόμενες
τακτικές αποδοχές, σε μηνιαίες ισόποσες δόσεις η κάθε μία από τις οποίες
ανέρχεται στο 1/6 των αποδοχών αυτών. Αν ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός
αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης, τυχόν εναπομείναν οφειλόμενο ποσό
παρακρατείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, από τη σύνταξή του μετά από
σχετική ενημέρωση της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.).
Άρθρο 24
Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ.
1.α.
Το τακτικό προσωπικό του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων
– Ο.Δ.Α.Ζ., που προέρχεται από τον πρώην Οργανισμό Δημόσιας Αντίληψης
Ζακύνθου (Ο.Δ.Α.Ζ.), το οποίο είχε προσληφθεί στον φορέα αυτόν μέχρι την
31.12.2010, υπάγεται για κύρια σύνταξη στις διατάξεις του άρθρου 11 του
Ν.δ. 4277/1962 (Α΄ 191) και όλη η προηγούμενη υπηρεσία του με σχέση
δημοσίου δικαίου στον ανωτέρω Οργανισμό λογίζεται ότι διανύθηκε στην
ασφάλιση του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Το ανωτέρω
προσωπικό εξακολουθεί να υπάγεται στους φορείς επικουρικής ασφάλισης
και πρόνοιας στους οποίους υπαγόταν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του
νόμου αυτού.
β. Οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 2 του Ν. 3865/2010 (Α΄ 120) εξακολουθούν να ισχύουν για το προσωπικό της παραγράφου αυτής.
γ.
Ως προς το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του τακτικού
προσωπικού του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων –
Ο.Δ.Α.Ζ., το οποίο έχει προσληφθεί από 1.1.2011 μέχρι την προηγούμενη
της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού ή προσλαμβάνεται από την
ημερομηνία αυτή και μετά, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των
παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 2 του Ν. 3865/2010, όπως ισχύουν.
δ.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για το πρώην
τακτικό προσωπικό του Ο.Δ.Α.Ζ. το οποίο έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε
θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου
της μετάταξης ή μεταφοράς του, ασφαλιστικού –συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
2.α.
Ο χρόνος υπηρεσίας με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου στον Ο.Δ.Α.Ζ
πρώην υπαλλήλων του, που έχουν μεταταγεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων
φορέων και δεν έχουν επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της
μετάταξης ή μεταφοράς τους ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος,
λογίζεται ως διανυθείς στην ασφάλιση του Ειδικού Συνταξιοδοτικού
Καθεστώτος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
β.
Εάν τα πρόσωπα της ανωτέρω περίπτωσης μετά τη μεταφορά ή τη μετάταξή
τους έχουν υπαχθεί στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του
Δημοσίου, ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας τους στον Ο.Δ.Α.Ζ. λογίζεται ότι
διανύθηκε στο Δημόσιο.
3.
Εκκρεμείς αιτήσεις για συνταξιοδότηση τακτικών υπαλλήλων του Κέντρου
Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., μεταφέρονται στο
ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και εξετάζονται, σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου αυτού, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των
διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 60 του
Π.δ. 169/2007.
4.
Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας
Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ. πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και εκκρεμούν,
καθώς και αιτήσεις που θα υποβληθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου
αυτού για αναγνώριση συντάξιμου χρόνου από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία, ο
οποίος μπορεί να αναγνωρισθεί με βάση τις οικείες διατάξεις, που ισχύουν
κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, εξετάζονται από το
ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθροθ 11 του Ν.δ. 4277/1962 (Α΄
191) ή το Δημόσιο, κατά περίπτωση.
5.
Οι συντάξεις που ήδη καταβάλλονται από το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας
Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., στους συνταξιούχους πρώην υπαλλήλους του
Οργανισμού, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, βαρύνουν από την
ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού και μετά, το Ειδικό
Συνταξιοδοτικό Καθεστώς του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, καταβάλλονται από αυτό και
διέπονται από τις ισχύουσες κάθε φορά για τους συνταξιούχους του
διατάξεις.
6.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης δύναται να ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή
των διατάξεων του άρθρου αυτού.
7.
Από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, καταργείται το
Ν.δ. 2487/1953 (Α΄ 198), καθώς και κάθε άλλη αντίθετη προς τις διατάξεις
του άρθρου αυτού διάταξη.
Άρθρο 25
Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ)
1.
Οι τακτικοί υπάλληλοι του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ),
καθώς και του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), που
προέρχονται από το πρώην Ταμείο Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών
Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ) και οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του
Ν. 4239/1962 (Α΄ 126) και υπάγονται για τον κλάδο κύριας σύνταξης οι μεν
στο ΕΤΕΑ, οι δε στον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
του ΤΠΔΥ, μεταφέρονται στην ασφάλιση του ειδικού συνταξιοδοτικού
καθεστώτος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του
Ν.δ. 4277/1962 (Α΄ 191).
2. Τα
ανωτέρω εφαρμόζονται και στο τακτικό προσωπικό του πρώην ΤΑΔΚΥ, καθώς
και στο προσωπικό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο
μεταφέρθηκε ή μετατάχθηκε σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη
διατήρηση του προηγούμενου, της μεταφοράς ή μετάταξης, ασφαλιστικού –
συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
3.
Οι συντάξεις που καταβάλλονται στους ήδη συνταξιούχους του πρώην ΤΑΔΚΥ,
καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, είτε καταβάλλονται από το
ΕΤΕΑ, είτε από τον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του
ΤΠΔΥ, βαρύνουν εφεξής το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
4.
Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης των τακτικών υπαλλήλων των ανωτέρω
παραγράφων, μεταφέρονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ –
ΕΤΑΜ και κρίνονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
5. Οι
εισφορές εργαζόμενου – εργοδότη που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης
που διανύθηκε στους προηγούμενους φορείς μέχρι την έναρξη εφαρμογής των
διατάξεων του παρόντος άρθρου, μεταφέρονται στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μετά από
αναλογιστική μελέτη της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής
του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
Ο
χρόνος ασφάλισης στους προηγούμενους φορείς του τακτικού προσωπικού των
παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ότι διανύθηκε στην
ασφάλιση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
6. Το άρθρο 1 του Ν.δ. 4239/1962, καθώς και κάθε άλλη αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού διάταξη καταργείται.
7.
Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου και του παρόντος ισχύουν μέχρι την
ημερομηνία υπαγωγής των ασφαλιστικών φορέων στον Ε.Φ.Κ.Α..
Άρθρο 26
Έκταση Εφαρμογής
Οι
διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους
υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο
με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς,είτε οι συντάξεις
τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το
προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των
ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που
διέπονται από το καθεστώς του Ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276).