ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ
Άρθρο 27
Εφαρμογή κοινών κανόνων ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα
1. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις των άρθρων 4 20 του Κεφαλαίου Β΄ εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. του άρθρου 53, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, ειδικών ρυθμίσεων των άρθρων που ακολουθούν και με εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ που, από τη φύση τους, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη σχέση των δημοσίων ή στρατιωτικών υπαλλήλων με την υπηρεσία τους.
2.α. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 7, στους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω και βάσει του νέου ποσοστού αναπηρίας. Οι προσαρμογές αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (Α΄ 164) είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά.
β. Σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 ή με βάση διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν δεν εφαρμόζεται η πρόβλεψη για τη μείωση της εθνικής σύνταξης της παρ. 2 του άρθρου 7, κατά την οποία η εθνική σύνταξη μειώνεται κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους, κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
γ. Το εξωϊδρυματικό επίδομα παραπληγίας τετραπληγίας χορηγείται στους ασφαλισμένους, στους συνταξιούχους και στα μέλη των οικογενειών τους που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις που ισχύουν κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.
δ. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής και οι διαφορετικές ρυθμίσεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 7 εναρμονίζονται έως την 31.12.2016, σύμφωνα με το άρθρο 11, για όλους τους αναπήρους που εργάζονται στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
3. Τα εδάφια 1 και 2 της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 σχετικά με το επίδομα συζύγου, καθώς και κάθε αντίστοιχη ειδική, γενική και καταστατική διάταξη των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, σύμφωνα με το άρθρο 53, δεν έχουν εφαρμογή για όσους καταθέσουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εντεύθεν. Για όσους λαμβάνουν σύνταξη μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού το επίδομα συζύγου εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
4. Τα άρθρα 1 έως 4 του Ν. 3863/2010 καταργούνται.
Άρθρο 28
Ανταποδοτική σύνταξη
1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης του Κεφαλαίου αυτού, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 34, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών του πίνακα της παρ. 4 του άρθρου 8, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.
2. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη:
α. Για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του άρθρου 40, το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Για το διάστημα μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εισόδημα νοείται το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης, συνυπολογιζομένων, με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφισταμένων κατά το διάστημα αυτό κοινωνικών πόρων υπέρ των αντίστοιχων ταμείων. Στο ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε ασφαλισμένο συνυπολογίζεται, όπου υπήρχε, και η ασφαλιστική εισφορά που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.
Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά είτε με βάση τις διατάξεις του Ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές, επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια ασφάλισής του.
γ. Για τους ασφαλισμένους για τους οποίους, από την 1.1.2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38, καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά εργοδότη και ασφαλισμένου, αλλά έως την έναρξη ισχύος του παρόντος κατέβαλλαν ασφαλιστική εισφορά με ασφαλιστικές κατηγορίες, ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης.
δ. Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό−εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.6 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των αιτήσεων συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντός του έτους 2016 ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός – εισόδημα κατά τις ειδικότερες λοιπές προβλέψεις του παρόντος άρθρου που προκύπτει από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.
4. Καταργούνται εφεξής και δεν εφαρμόζονται επί των αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι εξής διατάξεις: άρθρο 29 παρ. 3 Ν. 2084/1992 (Α΄ 165), άρθρο 64 Ν. 2676/1999 (Α΄ 1), άρθρο 31 παρ. 2 Ν. 2084/1992 (Α΄ 165), άρθρο 5 παρ. 11 Α.Ν. 1846/1951 (Α΄ 179), άρθρο 23 εδάφιο πέμπτο Π.δ. 913/1978 (Α΄ 220), άρθρο 44 παρ. 4 Π.δ. 284/1974 (Α΄ 101), άρθρο 5 παρ. 4 Υ.Α. Β2/54/3/236/76/οικ. 695/1977 (Β΄329), άρθρο 46 παρ. 8α Β.δ. 29/5/25.6.58 (Α΄ 96), άρθρο 17 παρ. 2 Π.δ. 419/1983 (Α΄ 154), άρθρο 17 Π.δ. 419/1980 (Α΄ 11), άρθρο 20 Υ.Α. 17481/1933 Α.Υ.Ε.Ο. (77/1933), άρθρο 18 παρ. 1 περίπτωση ε΄ Υ.Α. 31720/Σ.503/10.12.1962 (Β΄503), Υ.Α. Φ.43/οικ.1135/1988 (Β΄404), άρθρο 1 Π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 982/1979 (Α΄ 239), Υ.Α. Φ.41/241/1996 (Β΄228), άρθρο 16 παρ. 2 Ν. 3232/2004 (Α΄ 48) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 4 Ν. 3029/2002 (Α΄ 160), άρθρο 24 παρ. 2 Π.δ. 258/2005 (Α΄ 316), άρθρο 9 Π.δ. 116/1988 (Α΄ 48), άρθρο 6 του Β.δ. 5/1955 (Α΄ 18), άρθρα 97 και 110 Π.δ. 668/1981 (Α΄ 167), άρθρο 1 Π.δ. 418/1985 (Α΄ 146), άρθρο 14 Υ.Α. Φ.29/1455/1977 (Β΄ 1028), άρθρο 3 παρ. 3 Ν. 3863/2010 (Α΄ 115) και κάθε αντίθετη διάταξη.
Άρθρο 29
1. Μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, καταβάλλεται στους δικαιούχους προσωρινή σύνταξη, το ύψος της οποίας υπολογίζεται ως εξής:
α. Για τους μισθωτούς το 50% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, οποτεδήποτε και αν καταβλήθηκαν, δια του 12.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους στον Ο.Γ.Α., όπως αυτοί ορίζονται στα άρθρα 39 και 40, το 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος των δώδεκα (12) τελευταίων μηνών ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Ως μέσο μηνιαίο εισόδημα νοείται αυτό το οποίο προκύπτει από το πηλίκον του συνόλου των τρεχουσών εισφορών κύριας ασφάλισης που καταβλήθηκαν κατά τους μήνες αυτούς, διαιρουμένου δια του 20% και δια του 12.
2. Η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης και να υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο αυτής, στο ύψος που διαμορφώνεται κάθε φορά. Ειδικά για τους ασφαλισμένους, σύμφωνα με το άρθρο 40, το ποσό της προσωρινής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο 80% της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί για είκοσι (20) έτη ασφάλισης.
3. Τα ανωτέρω ισχύουν στις περιπτώσεις αίτησης για πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος. Σε περιπτώσεις αίτησης για μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος το ποσό της προσωρινής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται για την πλήρη σύνταξη.
4. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης σύνταξης λόγω αναπηρίας, το ποσό της προσωρινής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κατά τα ανωτέρω, μειώνεται αντίστοιχα κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 27. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, η προσωρινή σύνταξη, όπως διαμορφώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, χορηγείται σε ποσοστό 50%. Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων, σύμφωνα με τα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης.
5. Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης.
6. Στην περίπτωση ασφαλισμένου με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, η αίτηση για προσωρινή σύνταξη υποβάλλεται και εξετάζεται από τον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο για την επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία υπαγόταν ο ασφαλισμένος κατά την τελευταία χρονική περίοδο πριν από την αίτησή του. Αν για τον υπολογισμό του ποσού της προσωρινής σύνταξης, ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης της παρ. 1 δεν επαρκεί, λόγω αλλαγής επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, λαμβάνεται υπόψη και διαδοχικά διανυθείς χρόνος ασφάλισης και καταβάλλεται ποσό προσωρινής σύνταξης, όπως προβλέπεται στο παρόν.
Το ανωτέρω ισχύει και στις περιπτώσεις διαδοχικά ασφαλισμένων που έχουν οφειλή μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.
7. Η διάταξη για την έκδοση της προσωρινής σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν ο ασφαλισμένος με δήλωσή του δεν επιθυμεί την έκδοση προσωρινής σύνταξης.
β. Όταν δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
γ. Όταν για τη συνταξιοδότηση πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με το χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα.
δ. Όταν δεν έχουν κατατεθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
ε. Όταν λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη κύρια σύνταξη για την ίδια αιτία.
στ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
ζ. Όταν είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων. Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από τη σύνταξη του δικαιούχου.
η. Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές ποσού που υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά.
Αν μεταγενέστερα εκλείψει ο λόγος αυτός, η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την επομένη υποβολής σχετικής νέας αίτησης του ενδιαφερόμενου.
8. Η πράξη προσωρινής σύνταξης κατά τα ανωτέρω εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.
9. Οι διατάξεις του παρόντος έχουν αναλογική εφαρμογή και στα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται, σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του Ν. 3163/1955.
10. Η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στους δικαιούχους που είναι άτομα με αναπηρία, με χρόνιες παθήσεις και στους γονείς και νόμιμους κηδεμόνες που προστατεύουν άτομα με αναπηρία ή για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά, ή με βάση τις διατάξεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210) είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε φορά.
Άρθρο 30
Προσαύξηση σύνταξης όσων κατέβαλλαν αυξημένες εισφορές
1. Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος κατέβαλλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς.
Εξαιρούνται τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. Φ.11321/ οικ.47523/1570/23.10.2015 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 2311) πλην των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165). Τα τελευταία πρόσωπα δικαιούνται την προσαύξηση του πρώτου εδαφίου για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) εισφοράς που υπερβαίνει το κάτωθι συνολικό ποσοστό εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη:
α) 27% για τα πρόσωπα της περίπτωσης ε΄της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992,
β) 23,6 % για τα πρόσωπα της περίπτωσης στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, πλην των παλαιών ασφαλισμένων (ασφαλισμένων πριν την 1.1.1993) που υπάγονται στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα του ΤΑΠ ΔΕΗ.
Τα τελευταία πρόσωπα δικαιούνται την προσαύξηση του πρώτου εδαφίου για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) εισφοράς που υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη Κλάδου Σύνταξης και επασφαλίστρου βαρέων επαγγελμάτων των αντίστοιχων κατηγοριών εργαζομένωνυπαγομένων στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Για τους ασφαλισμένους που δεν συνταξιοδοτούνται βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως.
όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 24 ΝΟΜΟΣ 4445/2016 και ισχύει από 19/12/2016
2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε όσους υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 31
Ασφαλιστικές παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος εκτός εργασίας
1. Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης, αν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση. Για τη χορήγηση της σύνταξης του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης από τον κατά τα ανωτέρω δικαιούχο. Η προθεσμία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, η διαδικασία αναγγελίας και διαπίστωσης του εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος κατά την απασχόληση, το είδος της νόσου ανά επάγγελμα και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με το εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση εξομοιώνονται και οι επαγγελματικές ασθένειες. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του Κανονισμού Ασθενείας του οικείου φορέα κύριας ασφάλισης και για όσους ασφαλίζονται μετά την 1.1.2016 αυτές του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, όπως ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Επί αναπηρίας που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των άρθρων 7, 8 και 28. Σε καμία περίπτωση το ποσό της σύνταξης του δικαιούχου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο διπλάσιο ποσό της εθνικής σύνταξης, για είκοσι (20) έτη ασφάλισης, στο ύψος που εκάστοτε διαμορφώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 7.
3. Επί ατυχήματος εκτός εργασίας ή απασχόλησης, περί του οποίου κρίνουν τα αρμόδια όργανα του Ε.Φ.Κ.Α., οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, αν έχουν πραγματοποιήσει το μισό χρόνο ασφάλισης από αυτόν που απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο του άρθρου 11. Τα ίδια όργανα προσδιορίζουν με αιτιολογημένη απόφασή τους, σε περίπτωση αμφισβήτησης, εάν το ατύχημα ήταν εργατικό ή εκτός εργασίας. Έως την πλήρη έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., επί ατυχήματος εκτός εργασίας ή απασχόλησης, κρίνουν τα υφιστάμενα αρμόδια όργανα ή επιτροπές των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
4. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα των παραγράφων 13 καταργείται. Καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει ρυθμίσεων που καταργούνται στο εξής, διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 33.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αν το ατύχημα συμβαίνει μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 32
Παροχές ασθένειας σε χρήμα
1. Οι διατάξεις που αφορούν στην υπαγωγή στην ασφάλιση για παροχές ασθένειας σε είδος και σε χρήμα, καθώς και το είδος, την έκταση, το ύψος, τα δικαιούχα πρόσωπα και τη διαδικασία χορήγησης των παροχών σε χρήμα, των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, εξακολουθούν να ισχύουν, όπως ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α..
2. Οι προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση για παροχές ασθένειας σε είδος και σε χρήμα, καθώς και το είδος, η έκταση, το ύψος, οι δικαιούχοι, η διαδικασία χορήγησης των παροχών σε χρήμα και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα ή λεπτομέρεια ρυθμίζονται ενιαία με τον Κανονισμό Ασφάλισης και Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α. της παρ. 3 του άρθρου 95, που εκδίδεται μέχρι την 31.12.2016, ύστερα από αναλογιστική μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
όπως καταργήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 29 ΝΟΜΟΣ 4445/2016 και ισχύει από 19/12/2016
Άρθρο 33
Αναπροσαρμογή συντάξεων−προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
1. Οι ήδη καταβαλλόμενες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις, πλην όσων χορηγούνται από τον ΟΓΑ, αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 27, 28, 30 και 12, βάσει των ειδικότερων ρυθμίσεων της επόμενης παραγράφου.
όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 25 ΝΟΜΟΣ 4445/2016 και ισχύει από 19/12/2016
2. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Αν ο συντάξιμος μισθός συνδέεται με ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή με τεκμαρτά ποσά, αυτός υπολογίζεται αφού ληφθεί υπόψη η τρέχουσα τιμή τους κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο συντάξιμος μισθός υπολογίζεται σε τρέχουσες τιμές με τη χρήση των ποσοστών αναπροσαρμογής των συντάξεων όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε αναγκαίο θέμα εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Άρθρο 34
Χρόνος ασφάλισης
1. Χρόνος ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. για τους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου αυτού είναι:
α. Ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ήτοι ο χρόνος ασφαλιστέας απασχόλησης ή ιδιότητας στον Ε.Φ.Κ.Α. ή στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές. Για τους μισθωτούς ως χρόνος ασφάλισης αναγνωρίζεται και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται εισφορές, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
β. Ο λογιζόμενος χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
γ. Οι πλασματικοί χρόνοι ασφάλισης της παρ. 18 του άρθρου 10 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), των άρθρων 39, 40 και 41 του Ν. 3996/2011 (Α΄ 170), του άρθρου 6 παρ.12 και του άρθρου 17 του Ν. 3865/2010 (Α΄ 120), και του άρθρου 40 του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165).
Όπου για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου πλασματικού χρόνου ασφάλισης της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς.
Η ως άνω εισφορά υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του ασφαλισμένου κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησης πριν από την υποβολή της αίτησης εξαγοράς, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 38 και εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης προσαυξανόμενων κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.
Σε περίπτωση ελεύθερου επαγγελματία, αυταπασχολούμενου ή ενός από τα πρόσωπα του άρθρου 40, η εισφορά υπολογίζεται με βάση το μηνιαίο εισόδημά τους κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, σύμφωνα με τα άρθρα 39, 98 και 40.
Το συνολικό ποσό της κατά τα ανωτέρω εξαγοράς καταβάλλεται σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όσοι είναι και οι μήνες που αναγνωρίζονται.
Το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ, οπότε παρέχεται έκπτωση 2% για κάθε έτος εξαγοράς.
Η εισφορά των αιτήσεων αναγνώρισης πλασματικών χρόνων που θα υποβληθούν από τους ελευθέρους επαγγελματίες – αυταπασχολούμενους και τα πρόσωπα που υπάγονται στο άρθρο 40 του παρόντος από την έναρξη ισχύος του παρόντος έως και την 31.12.2016 θα υπολογιστεί επί του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό προκύπτει από το φορολογητέο εισόδημά τους του φορολογικού έτους 2015.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου οι ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 10 του Ν. 3863/2010, έχουν δικαίωμα να αναγνωρίζουν τους πλασματικούς χρόνους ασφάλισης των άρθρων 39, 40 και 41 του Ν. 3996/2011.
δ. Ο χρόνος ασφάλισης που έχει αναγνωριστεί και εξαγοραστεί ή συνεχίζεται η εξαγορά του στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία. Αναγνωρίσεις χρόνων, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στον Ε.Φ.Κ.Α. μέχρι την ολοκλήρωσή τους, βάσει των διατάξεων που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
ε. Ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης κατά την παρ. 2.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.7 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
2. Κάθε ασφαλισμένος του Ε.Φ.Κ.Α., εφόσον παύει να έχει την ασφαλιστέα στον Ε.Φ.Κ.Α. απασχόληση ή ιδιότητα, δικαιούται να συνεχίσει την ασφάλισή του στον Ε.Φ.Κ.Α. προαιρετικά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 18 και 37. Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών συνεχίζουν αυτήν στον Ε.Φ.Κ.Α..
Οι ασφαλισμένοι που έχουν διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς δικαιούνται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. προαιρετικά στον Κλάδο του τελευταίου εντασσόμενου φορέα υποχρεωτικής ασφάλισής τους. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που έχουν ήδη υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση των εντασσομένων φορέων, τομέων και κλάδων και συνεχίζουν αυτή στον Ε.Φ.Κ.Α..
3. Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί καλόπιστα στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. για όσο διάστημα διατηρούν την ιδιότητα ή απασχόληση για την οποία υπήχθησαν στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών. Χρόνος για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, ενώ δε συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης, λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. και οι σχετικές ασφαλιστικές εισφορές δεν επιστρέφονται, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαγραφής.
4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται το άρθρο 3 του Ν. 1358/1983 (Α΄ 64), το εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 40 του Ν. 2084/1992, όπως τροποποιημένο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 18 του άρθρου 10 του Ν. 3863/2010, καθώς και κάθε διάταξη που ορίζει διαφορετικά από το παρόν.
Άρθρο 35
Εφάπαξ παροχή
1. Από 1.1.2017 στην ασφάλιση του κλάδου εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που είχαν ήδη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπαχθεί στην ασφάλιση των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παρ. 4 του άρθρου 37 του Ν. 4052/2012 (Α΄ 41), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 76 του παρόντος, καθώς και όσοι, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρ. 4 του άρθρου 37 του Ν. 4052/2012 όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 76 του παρόντος αναλαμβάνουν εργασία ή απασχόληση ή αποκτούν ιδιότητα, η οποία, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των ως άνω ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, δημιουργούσαν υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση για εφάπαξ παροχή των εν λόγω ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
2. Από 1.1.2017 πόροι του κλάδου εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. είναι:
α. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. του άρθρου 74 του νόμου αυτού, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρ. 4 του άρθρου 36 του Ν. 4052/2012, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 75 του παρόντος, οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ή άλλες γενικές διατάξεις.
β. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών, όπου προβλέπεται εργοδοτική εισφορά για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους μισθωτούς. Από 1.1.2017 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. των ασφαλισμένων από 1.1.1993 και εφεξής μισθωτών και όλων των πριν και μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένων αυτοτελώς απασχολούμενων, ορίζεται σε ποσοστό 4%, υπολογιζόμενο για τους μισθωτούς επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους, όπως προσδιορίζονται στα άρθρα 5 και 38, και για τους αυτοτελώς απασχολούμενους επί του εισοδήματός τους, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο άρθρο 39, εφαρμοζομένου και του άρθρου 98. Για το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένων μισθωτών, εφαρμόζονται οι επιμέρους καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών προνοίας στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., με εξαίρεση τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους τομείς προνοίας του τ. ΕΤΑΠ ΜΜΕ, των οποίων τα ποσοστά εισφορών υπολογίζονται επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38 του παρόντος. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει το θέμα διαφορετικά καταργείται.
όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 96 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
3.α. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος η εφάπαξ παροχή απονέμεται εφόσον ο ασφαλισμένος έλαβε κύρια σύνταξη λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας και συντρέχουν οι απαιτούμενες χρονικές προϋποθέσεις από τη νομοθεσία που διέπει το τελευταίο από τα εντασσόμενα ταμεία, τομείς, κλάδους ή λογαριασμούς κατά την ημερομηνία ένταξης ή, σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης πριν από την ημερομηνία ένταξης, λαμβάνονται υπόψη οι χρονικές προϋποθέσεις από τη νομοθεσία που διέπει το τελευταίο ταμείο, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό ασφάλισης στον οποίο υπήρχε ασφάλιση και ισχύουν κατά την ημερομηνία ένταξης. Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη από ταμείο, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό που χορηγεί προσυνταξιοδοτική παροχή, απονέμεται η εφάπαξ παροχή, εφόσον ο ασφαλισμένος έλαβε προσυνταξιοδοτική παροχή.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος παύουν να ισχύουν οι καταστατικές διατάξεις των ταμείων, τομέων, κλάδων ή λογαριασμών του άρθρου 75 του παρόντος από τις οποίες προβλεπόταν ως προϋπόθεση για τη χορήγηση εφάπαξ παροχής η προηγούμενη συνταξιοδότηση από φορέα επικουρικής ασφάλισης.
β. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, που δεν είχε αποκτήσει κατά το χρόνο του θανάτου του δικαίωμα για λήψη εφάπαξ παροχής, δηλαδή ασφαλισμένου, ο οποίος απεβίωσε πριν την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, γήρατος ή αναπηρίας, χορηγείται εφάπαξ παροχή στα πρόσωπα της οικογένειάς του, εφόσον συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, του φορέα κύριας ασφάλισης στον οποίο ήταν ασφαλισμένος ο θανών. Αν, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν υπάρχουν πρόσωπα της οικογένειας που δικαιούνται σύνταξη εξαιτίας του θανάτου του ασφαλισμένου, η εφάπαξ παροχή χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο και στα τέκνα αυτού ανάλογα με το κληρονομικό τους δικαίωμα. Αν, σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια, δεν υπάρχουν πρόσωπα που να δικαιούνται την εφάπαξ παροχή, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο θανάτου του εικοσαετή τουλάχιστον ασφάλιση, αυτή καταβάλλεται στους γονείς, αδελφούς/ ες του θανόντος ασφαλισμένου, κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος.
Εάν ο ασφαλισμένος απεβίωσε μετά την έκδοση της συνταξιοδοτικής πράξης (γήρατος ή αναπηρίας), η εφάπαξ παροχή χορηγείται, σύμφωνα με τις διατάξεις περί κληρονομικής διαδοχής.
γ. Δεν επιτρέπεται προκαταβολή της εφάπαξ παροχής και κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος το ποσόν της εφάπαξ παροχής με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, ισούται με το άθροισμα του τμήματος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης μέχρι την 31.12.2013 και του τμήματος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης από 1.1.2014 και εφεξής.
α. Για χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί έως και την 31.12.2013:
αα. Για τους μισθωτούς: Για τους μισθωτούς με εισφορά ύψους 4% επί των αποδοχών, η εφάπαξ παροχή αποτελείται από το γινόμενο του εξήντα τοις εκατό (60 %) των αποδοχών, επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, υπέρ του κλάδου επί του δεκαδικού αριθμού των ετών ασφάλισης έως και την 31.12.2013, με ακρίβεια δεύτερου δεκαδικού ψηφίου.
Ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής, νοείται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη έως και τις 31.12.2013, εφόσον υπεβλήθησαν σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του κλάδου, χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας.
Ο ως άνω μέσος όρος προσαυξάνεται ετησίως κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος. Ειδικότερα, ο μέσος ετήσιος γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής εφαρμόζεται από το επόμενο έτος μετά το καταληκτικό της ανωτέρω πενταετίας, έως και το προηγούμενο έτος της αποχώρησης από την υπηρεσία ή την εργασία. Ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει από τους δείκτες της παραγράφου 4 του άρθρου 8 δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα (1).
Για τους μισθωτούς με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς το ως άνω ποσοστό (60%) θα αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Στην περίπτωση αυτή το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το εκατό τοις εκατό (100%)
Στις περιπτώσεις που ο δικαιούμενος εφάπαξ παροχής έχει μισθοδοτηθεί για λιγότερο από πέντε (5) έτη, για τον υπολογισμό του μέσου όρου πενταετίας θα λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος της πενταετίας ομοιοβάθμου του ή ασφαλισμένου με τα ίδια έτη ασφάλισης. Αν δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός πενταετίας, ο υπολογισμός γίνεται με βάση το σύνολο του χρόνου ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί.
Ειδικά για τους ασφαλισμένους του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων και των φορέων πρόνοιας υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. που αποχώρησαν από την 1.1.2014 έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), ως αποδοχές για τον υπολογισμό του τμήματος αυτού της εφάπαξ παροχής νοείται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη πριν από την αποχώρησή του, εφόσον καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ταμείου, χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών και αδείας.
Για τον υπολογισμό του τμήματος της εφάπαξ παροχής των ασφαλισμένων του Ταμείου Πρόνοιας Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΑΕΝ) και του Ταμείου Πρόνοιας Κατωτέρων Πληρωμάτων Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΚΠΕΝ) για χρόνο ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί έως και τις 31.12.2013, ως ποσοστό εισφοράς θεωρείται το ποσοστό 4% και το ποσοστό αναπλήρωσης καθορίζεται στο 60% επί τεκμαρτών συντάξιμων αποδοχών. Οι τεκμαρτές συντάξιμες αποδοχές προσδιορίζονται με τη χρήση εισφορών εικοσαετίας έως και 31.12.2013, οι οποίες αναπροσαρμόζονται με το επιτόκιο επιστροφής εισφορών όπως ισχύει την 31η.12.2013, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9 του ν. 2335/1995 (Α΄185) και στην υπουργική απόφαση Φ. 80000/οικ.26625/1319/2006 (Β΄1772). Ο μέσος όρος των τεκμαρτών αποδοχών αποτελεί τις συντάξιμες αποδοχές για τα έτη ασφάλισης έως και τις 31.12.2013. Μετά το έτος 2013 έως και το έτος αποχώρησης από την υπηρεσία ή την εργασία λόγω οριστικής συνταξιοδότησης ο ως άνω μέσος όρος των τεκμαρτών αποδοχών προσαυξάνεται ετησίως κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει από την ετήσια μεταβολή μισθών δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα (1).
ββ. Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους: Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους με εισφορά ύψους 4%, η εφάπαξ παροχή αποτελείται από το γινόμενο του εξήντα τοις εκατό (60%) των αποδοχών επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, επί του δεκαδικού αριθμού των ετών ασφάλισης έως και την 31.12.2013, με ακρίβεια δευτέρου δεκαδικού ψηφίου.
Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς, ως άνω ποσοστό (60%) αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Στην περίπτωση αυτή το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το εκατό τοις εκατό (100%)
Ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής νοείται ο μέσος όρος των τιμών των ασφαλιστικών κατηγοριών, επί των οποίων υπεβλήθησαν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του κλάδου, κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη έως και τις 31.12.2013, όπως οι εν λόγω τιμές είχαν διαμορφωθεί κατά το καταληκτικό της πενταετίας έτος. Ο ως άνω μέσος όρος προσαυξάνεται ετησίως κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 8 του παρόντος. Ειδικότερα, ο μέσος ετήσιος γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής εφαρμόζεται από το επόμενο έτος μετά το καταληκτικό της ανωτέρω πενταετίας, έως και το προηγούμενο έτος της αποχώρησης από το επάγγελμα ή την εργασία. Ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει από τους δείκτες της παρ. 4 του άρθρου 8 δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα (1).
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και ύστερα από οικονομική έκθεση καθορίζονται οι ασφαλιστικές κατηγορίες για όσους αυτοτελώς απασχολούμενους η εισφορά τους δεν προκύπτει ως ποσοστό επί ασφαλιστικής κατηγορίας, καθώς και κάθε άλλο θέμα που απαιτείται για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής.
β. Για το χρόνο ασφάλισης που πραγματοποιείται από την 1.1.2014 και εφεξής:
Για τους μισθωτούς και αυτοτελώς απασχολούμενους το τμήμα της εφάπαξ παροχής που αναλογεί στα έτη ασφάλισης από 1.1.2014 και εφεξής, υπολογίζεται με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από 1.1.2014 και εφεξής για κάθε ασφαλισμένο τηρούνται σε ατομικές μερίδες. Με βάση την αρχή της ισοδυναμίας το ποσό της εφάπαξ παροχής ισούται με τη συσσωρευμένη αξία των εισφορών κατά την ημερομηνία αποχώρησης. Η συσσώρευση των εισφορών θα γίνει με το πλασματικό ποσοστό επιστροφής, το οποίο προκύπτει από την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων.
γ. Για την εφαρμογή των ανωτέρω περιπτώσεων α΄ και β΄ ισχύουν τα εξής:
Το τμήμα της απονεμόμενης εφάπαξ παροχής για τα έτη ασφάλισης από 1.1.2014 και εφεξής προκύπτει από τον παρακάτω τύπο:
Όταν η εισφορά δεν προκύπτει ως ποσοστό επί μιας βάσης υπολογισμού εισφορών, πρέπει αυτή να μετατρέπεται ως ποσοστό επί βάσης εισφορών, ώστε αυτή η βάση εισφορών να λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του ετήσιου πλασματικού ποσοστού επιστροφής.
Αυτοί που ασφαλίστηκαν πρώτη φορά πριν την 1.1.2014 το ποσό της εφάπαξ παροχής αποτελείται από δύο τμήματα και προκύπτει από τον παρακάτω τύπο:
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.9 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
5. Εκκρεμείς αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής για αποχωρήσεις από την υπηρεσία ή την εργασία ή το επάγγελμα από 1.9.2013 και εφεξής, σε όποιο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και αν ευρίσκονται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κρίνονται ως προς τον τρόπο υπολογισμού της παροχής βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού.
6. Οι φορείς που χορηγούν εφάπαξ παροχή με το καθεστώς του N. 103/1975 (Α΄ 167) για χρόνους ασφάλισης μέχρι 31.12.2005, εξακολουθούν να τα καταβάλλουν οι ίδιοι σύμφωνα με όσα ορίζονται στο παρόν άρθρο.
Για τους ασφαλισμένους στο καθεστώς του Ν. 103/1975 (Α΄ 167), μετέπειτα Κλάδο Πρόνοιας Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και Τομέα Πρόνοιας Ν.Π.Δ.Δ. του Τ.Π.Δ.Υ., χρόνος ασφάλισης για θεμελίωση δικαιώματος χορήγησης εφάπαξ παροχής με το καθεστώς του Ν. 103/1975 (Α΄ 167) από τα Ν.Π.Δ.Δ. είναι ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί στο καθεστώς του Ν. 103/1975 (Α΄ 167), ο χρόνος ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί σε οποιοδήποτε ταμείο, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό πρόνοιας που εντάσσεται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μέχρι την ένταξή του σε αυτό. Μετά την 1.1.2017 χρόνος ασφάλισης για θεμελίωση δικαιώματος χορήγησης εφάπαξ παροχής με το καθεστώς του Ν. 103/1975 (Α΄ 167) αποτελεί και ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π..
Η εφάπαξ παροχή, την οποία δικαιούνται οι αποχωρούντες ασφαλισμένοι, υπολογίζεται με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 περίπτωση α΄ του παρόντος άρθρου, για όλο το χρόνο υπηρεσίας τους που έχει διανυθεί από 1.10.1975 έως 31.12.2013 και καταβάλλεται κατ` αναλογία από το νομικό πρόσωπο, στο οποίο ετηρείτο ο λογαριασμός του Ν. 103/1975 (Α΄ 167) και στον οποίο ήταν ασφαλισμένος ο υπάλληλος τις 31.12.2005 ή πριν την ημερομηνία αυτή σε περίπτωση μετάταξης/ μεταφοράς και το υπόλοιπο ποσό από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. για το χρονικό διάστημα ασφάλισης έως 31.12.2013 σε οποιοδήποτε ταμείο, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό πρόνοιας που εντάσσεται σε αυτό.
Για το χρονικό διάστημα μετά από την 1.1.2014 και εφεξής η εφάπαξ παροχή υπολογίζεται και αποδίδεται από τον οικείο φορέα με βάση τα οριζόμενα στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του παρόντος.
Σε περίπτωση ανεπάρκειας των σχηματιζόμενων Κεφαλαίων του οικείου λογαριασμού του Ν. 103/1975 (Α΄ 167) για την καταβολή του αναλογούντος ποσού βοηθήματος, τούτο συμπληρώνεται κατά το ποσό που υπολείπεται από το ίδιο το Ν.Π.Δ.Δ. στο οποίο ετηρείτο ο λογαριασμός και σε καμιά περίπτωση δεν βαρύνει το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.. Σε περίπτωση μετατροπής, κατάργησης ή συγχώνευσης του Ν.Π.Δ.Δ., η επιβάρυνση για την κάλυψη του ανωτέρω ποσού καλύπτεται από τον προϋπολογισμό του διάδοχου εργασιακού φορέα ή τον Κρατικό Προϋπολογισμό σε περίπτωση μεταφοράς των υπαλλήλων στο Δημόσιο και σε καμία περίπτωση από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π..
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.4 Άρθρο δεύτερο ΝΟΜΟΣ 4393/2016 και ισχύει από 06/06/2016
7. Στους μη δικαιούμενους εφάπαξ παροχής από υπηρεσία, εργασία ή επάγγελμα, για το οποίο ασφαλίστηκαν σε ταμείο, τομέα, κλάδο και λογαριασμό πρόνοιας για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον τριών (3) ετών ή σε περίπτωση θανάτου αυτών στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3β, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει τον παραπάνω χρόνο ασφάλισης, επιστρέφονται οι ατομικές τους εισφορές, ύστερα από αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου μαζί με τη συνταξιοδοτική απόφαση, θετική ή απορριπτική, του φορέα κύριας ασφάλισης.
Για επιστροφή ατομικών εισφορών που καταβλήθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων καταστατικών για χρόνο ασφάλισης έως 31.12.2013 το επιστρεπτέο ποσό προκύπτει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9 του Ν. 2335/1995 (Α΄ 185) και την υπουργική απόφαση Φ.80000/οικ.26625/1319/17.11.2006
(Β΄ 1772). Για επιστροφή εισφορών χρονικών διαστημάτων από 1.1.2014 και εφεξής το ύψος του επιστρεπτέου ποσού προκύπτει από τη συσσωρεμένη αξία των εισφορών στην ατομική μερίδα.
8. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου κάθε άλλη γενική ή ειδική ή καταστατική διάταξη της νομοθεσίας που προβλέπει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο καταργείται. Η παρ. 3 του άρθρου 220 του Ν. 4281/2014 (Α΄ 160) καταργείται από τότε που άρχισε να ισχύει.
9. Ειδικά, η εφάπαξ παροχή που καταβάλλεται στους δικαιούχους των Τομέων Πρόνοιας του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας (Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α.), του Ταμείου Αρωγής Λιμενικού Σώματος (Τ.Α.Λ.Σ.), εφεξής «Ταμεία», και τους μετόχους των Ειδικών Λογαριασμών Αλληλοβοηθείας Μετοχικών Ταμείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, εφεξής «Ειδικοί Λογαριασμοί», καταβάλλεται, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των οικείων καταστατικών διατάξεων και υπολογίζεται ως εξής:
α. Για όσους υπέβαλαν σχετική αίτηση έως την 31.12.2014 υπολογίζεται, σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις των Ταμείων και των Ειδικών Λογαριασμών.
β. Για όσους υπέβαλαν ή υποβάλλουν σχετική αίτηση μετά την 1.1.2015, υπολογίζεται αθροιστικά, για το μεν χρόνο μετοχικής σχέσης έως την 31.12.2014, σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις των Ταμείων και των Ειδικών Λογαριασμών, για το δε χρόνο μετοχικής σχέσης από 1.1.2015 και εφεξής, σύμφωνα με την τεχνική βάση διανεμητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση (ΝDC), κατά το μαθηματικό τύπο της παρ. 4γ του παρόντος.
10. Η εφάπαξ παροχή καταβάλλεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα σε όλους τους δικαιούχους που είναι άτομα με αναπηρία, με χρόνιες παθήσεις και στους γονείς και νόμιμους κηδεμόνες που προστατεύουν άτομα με αναπηρία ή σε όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά, ή με βάση τις διατάξεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α’ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του Π.δ. 169/2007 (Α΄ 210) είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε φορά, καθώς και για όσους λαμβάνουν επίδομα, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν. 1140/1981, όπως ισχύει για τις κύριες και επικουρικές συντάξεις.
11. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα που προκύπτει κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 36
Παράλληλη ασφάλιση
1. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον παρόντα νόμο. Στην περίπτωση αυτή για τις πλέον της πρώτης αναληφθείσες επαγγελματικές δραστηριότητες δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση καταβολής ελάχιστης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς.
2. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία και ταυτόχρονα αυταπασχολούνται σε δραστηριότητες για τις οποίες υπάγονταν ή θα υπάγονται βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση ενός φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., καταβάλλουν υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α.: α) μηνιαία ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών και β) ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39, για το εισόδημα, εφόσον υπάρχει, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39.
3. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε, βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων κάθε φορέα, τομέα, κλάδου ή λογαριασμού από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α., όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποχρεωτική υπαγωγή σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους ή λογαριασμούς για την ίδια απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38 ασφαλιστικές εισφορές.
4. Όσα από τα πρόσωπα της παρ. 3, παλαιοί ασφαλισμένοι, για τους οποίους υπολογίζονταν και καταβάλλονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος εισφορές σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους ή λογαριασμούς εξακολουθούν να καταβάλλουν προαιρετικά, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης τις προβλεπόμενες εισφορές επί των αποδοχών τους και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ώστε να συμπληρώσουν το χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος και δεύτερης σύνταξης ή τη συνέχιση της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς εργοδότη και εργαζομένου ή την εισφορά των άρθρων 39 ή 40.
5. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 28 και η επιπλέον παροχή, για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 33 εφαρμόζονται αναλόγως.
6. Οι διατάξεις του παρόντος, πλην της παρ. 5, έχουν εφαρμογή από 1.1.2017.
7. Καταργείται το άρθρο 39 του Ν. 2084/1992, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του παρόντος.
8. Σε περίπτωση παράλληλης ασφάλισης για υγειονομική περίθαλψη αφενός σε εντασσόμενο στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό και αφετέρου σε μη εντασσόμενο στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό ο ασφαλισμένος διατηρεί το δικαίωμα να επιλέξει κατόπιν αίτησής του, την ασφάλισή του για υγειονομική περίθαλψη στον φορέα εκτός Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλοντας την προβλεπόμενη εισφορά του φορέα που επιλέγει.
Άρθρο 37
Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
1. Το άρθρο 18 εφαρμόζεται αναλόγως και στους ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα, με την επιφύλαξη των ακόλουθων παραγράφων.
2.α. Για την προαιρετική ασφάλιση των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα καταβάλλεται μηνιαία εισφορά κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στα άρθρα 38, 39, 40.
β. Ειδικότερα ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου εργοδότη στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση.Το ως άνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοζόμενων κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως εξ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενης αντιστοίχως επί των αποδοχών όπως προβλέπεται για την κύρια σύνταξη.
γ. Προκειμένου περί αυτοαπασχολούμενων, το ποσοστό εισφοράς με το οποίο βαρύνεται ο προαιρετικά ασφαλισμένος είναι εκείνο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 39, για τους ασφαλισμένους που έχουν συμπληρώσει πέντε (5) έτη ασφάλισης. Η εισφορά προαιρετικής ασφάλισης υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου του μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοζόμενου κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.
Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., ο προαιρετικά ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαίως εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί του εισοδήματος όπως προβλέπεται για την κύρια σύνταξη.
δ. Προκειμένου περί ασφαλισμένων του Ο.Γ.Α., το ποσοστό εισφοράς με το οποίο βαρύνεται ο προαιρετικά ασφαλισμένος είναι εκείνο που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 40, όπως αυτό διαμορφώνεται από 1.1.2022 και εφεξής. Η εισφορά προαιρετικής ασφάλισης υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου του μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης αναπροσαρμοσμένου με το μεικτό περιθώριο κέρδους. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και για παροχές σε χρήμα από τον Ε.Φ.Κ.Α., ο προαιρετικά ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαίως εξ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί του εισοδήματος όπως προβλέπεται για την κύρια σύνταξη.
όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.11 Άρθρο 94 ΝΟΜΟΣ 4461/2017 και ισχύει από 28/03/2017
3. Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ασφαλισμένοι του Ο.Γ.Α. μπορούν να υπαχθούν σε καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης εφόσον δεν υπάρχει οφειλή από οποιαδήποτε αιτία του ασφαλισμένου προς τον φορέα ή σε περίπτωση οφειλής έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης της οποίας οι όροι τηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της υπαγωγής στην προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.
4. Οι διατάξεις των άρθρων 42 του Ν. 2084/1992, 41 του Α.Ν. 1846/1951, 22 παρ. 1 του Ν. 1654/1986, 26 παρ. 14 του Ν. 4075/2012, καθώς και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη καταργείται.