Με όχημα τη διευθέτηση του χρέους υπεραμύνεται των αντεργατικών μέτρων η κυβέρνηση - Αποχώρησε το ΚΚΕ
Υπερψηφίστηκαν οι τροπολογίες με τα προαπαιτούμενα από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ κατά την ονομαστική ψηφοφορία που ζήτησε η ΝΔ. Σε σύνολο 237 βουλευτών «ναι» ψήφισαν 153 βουλευτές και «όχι» 84 βουλευτές στις τροπολογίες για το πάγωμα και το 2022 των αυξήσεων στις συντάξεις, για το αφορολόγητο όριο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Το ΚΚΕ είχε αποχωρήσει από την διαδικασία και δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία. Δεν συμμετείχε στην ψηφοφορία ούτε η Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ).
Στην κινδυνολογία κατέφυγε ο υπουργός Οικονομικών υπεραμυνόμενος τη διαδικασία του fast track που χρησιμοποιεί η συγκυβέρνηση για τις αντεργατικές τροπολογίες, που συζητούνται από το πρωί στην Ολομέλεια της Βουλής.
Το ΚΚΕ, καταγγέλλοντας τις άθλιες απαράδεκτες πραξικοπηματικές διαδικασίες που εφαρμόζει η συγκυβέρνηση, αλλά και το περιεχόμενο των τροπολογιών, αποχώρησε από τη διαδικασία. (Διαβάστε αναλυτικά και δείτε βίντεο από την τοποθέτηση του Ν. Καραθανασόπουλου)
Ο Ευ. Τσακαλώτος επικαλέστηκε τον κίνδυνο που υπάρχει, λόγω των διαφωνιών ανάμεσα στους δανειστές, η συζήτηση στο επικείμενο Γιούρογκρουπ για το χρέος της Ελλάδας να μετατραπεί σε συζήτηση για τα προαπαιτούμενα.
«Οι αντίπαλοί μας δεν είναι ενιαίοι, υπάρχουν διαφωνίες εντός της Κομισιόν, εντός του ΔΝΤ, ανάμεσα στην Κομισιόν και το ΔΝΤ και κάποιοι θέλουν να μετατρέψουν τη συζήτηση για το χρέος στο Γιούρογκρουπ, σε συζήτηση για τα προαπαιτούμενα», επισήμανε χαρακτηριστικά, αποκρύπτοντας ότι συγκυβέρνηση και ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί -παρά τις αντιθέσεις- συναποφασίζουν με κοινό παρανομαστή το τσάκισμα του λαού, το οποίο θα ενταθεί και με την όποια διευθέτηση του χρέους.
Εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Νίκος Δένδιας χαρακτήρισε αντισυνταγματική τη διαδικασία των τροπολογιών. Η ένσταση αντισυνταγματικότητας που κατέθεσε η ΝΔ, απορρίφθηκε από τους βουλευτές της συγκυβέρνησης.
Βαφτίζουν «εθνική προσπάθεια» τα αντιλαϊκά παζάρια
Ο Νίκος Ξυδάκης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρίστηκε ότι από το 2010 το Κοινοβούλιο τελεί «υπό εξαίρεση». Επικαλούμενος τα παζάρια για το χρέος, ζήτησε «να μιλήσουμε τη γλώσσα του πολιτικού πραγματισμού και των εθνικών αναγκών» ενόψει του Eurogroup της 15ης Ιούνη. Υποστήριξε ότι τα προαπαιτούμενα τέθηκαν από τους δανειστές την τελευταία στιγμή. «Θα αφήσουμε πέντε ουρές επουσιώδεις να υπονομεύσουν τη μείζονα εθνική προσπάθεια;», σημείωσε.
Ο Νίκος Βούτσης επιχείρησε να δικαιολογήσει την ακολουθούμενη διαδικασία στο όνομα των συζητήσεων «που εξελίσσονται» ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους εταίρους της. Επίσης επικαλέστηκε τις πρακτικές που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση όταν χρησιμοποίησε «σειρά τέτοιων διαδικασιών».
Το μαύρο άσπρο επιχείρησε να παρουσιάσει η Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας για τις τροπολογίες της αρμοδιότητάς της. Για τις συντάξεις, η υπουργός Εργασίας προκλητικά ισχυρίστηκε ότι δεν πρόκειται για περικοπή, αλλά για πάγωμα στις αυξήσεις των συντάξεων για μία επιπλέον χρονιά. Υπενθυμίζεται πως αυτή η ρύθμιση ίσχυε μέχρι το τέλος του 2021 και τώρα μεταφέρεται για το τέλος του 2022, που στην πράξη σημαίνει πως οι συνταξιούχοι χάνουν πάνω από 250 εκατομμύρια ευρώ.
«Αυτό γίνεται για να μην πει το ΔΝΤ ότι δεν επιτυγχάνεται το πρωτογενές πλεόνασμα σύμφωνα ακόμα και με τις δικές του ρυθμίσεις», σημείωσε χαρακτηριστικά, επιβεβαιώνοντας ότι τα πλεονάσματα που κατά καιρούς επικαλείται η συγκυβέρνηση είναι ματωμένα και προκύπτουν από τις απώλειες στο εισόδημα του λαού και των εργαζομένων.
Όσον αφορά τις ΣΣΕ επισήμανε πως η αναστολή τους αποσυνδέθηκε από το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και συγκεκριμενοποιήθηκε για τον Αύγουστο του 2018, υπό την προϋπόθεση της επιτυχίας του προγράμματος, παραπέμποντας έτσι την επαναφορά τους στις ελληνικές καλένδες.
Στρατευμένοι στην «εθνική γραμμή» του κεφαλαίου
Κριτική για καθυστερήσεις και για αναποτελεσματικότητα εάν ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης. Ανέφερε ότι «η χώρα δεν σταματά να πληρώνει τα δυόμιση χρόνια της κυβέρνησης στην εξουσία» και επανέλαβε το αίτημα για προσφυγή στις κάλπες λέγοντας «κάντε εκλογές, δώστε τη δυνατότητα στο λαό να αποφασίσει». Ανέφερε ότι η ΝΔ είναι αποφασισμένη να προωθήσει τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η χώρα χρειάζεται «μια κυβέρνηση με ορμή και αξιοπιστία, αποφασισμένη να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές».
Το γραφείο τύπου του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα σχολίασε πως «ο κ. Μητσοτάκης στο εσωτερικό, επίμονα μίζερος και μονότονος, ζητά για μία ακόμη φορά εκλογές. Αρνείται να αντιληφθεί ότι εκτός από το διακαή πόθο του να επιστρέψει στις καρέκλες της εξουσίας, υπάρχει και το εθνικό συμφέρον.»
Ο εισηγητής της ΝΔ, Γιάννης Βρούτσης, έκανε λόγο για διαδικασίες «κοινοβουλευτικής ταπείνωσης» και επανέλαβε το αίτημα του κόμματός του για εκλογές. Όμως και αυτός ζήτησε την υποταγή του λαού στον «εθνικό» στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης. «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επενδύσει σε ένα περιβάλλον εθνικού διχασμού», είπε, προσθέτοντας πως «η ΝΔ υπερασπίζεται την εθνική ενότητα που είναι η συγκολλητική ουσία για να βγούμε από την κρίση». Η ΝΔ κατέθεσε αίτημα ονομαστικής ψηφοφορίας.
Η πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Φώφη Γεννηματά, μίλησε για «διατάξεις της ντροπής», επικρίνοντας την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ότι «είστε ανίκανοι να υλοποιήσετε αναπτυξιακή στρατηγική». Επίσης υποστήριξε ότι μόνο μία «ισχυρή κυβέρνηση ευρείας λαϊκής στήριξης» μπορεί να δημιουργήσει «αναπτυξιακό σοκ». Πρόσθεσε, ότι η ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ εγγυάται την «εθνική συνεννόηση», δηλαδή την «ενότητα» γύρω από τους στόχους του κεφαλαίου και τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη αποχώρισε από τη διαδικασία.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, Μιχάλης Τζελέπης, χαρακτήρισε τις τροπολογίες ως το «Βατερλό της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης», εγκαλώντας τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ότι δεν μπορεί να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Ο χρυσαυγίτης βουλευτής, Γιάννης Σαχινίδης, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «λειτουργεί ως υπηρέτης των τοκογλύφων δανειστών» και έκανε λόγο για «αντεθνικά» μέτρα, λες και το ντόπιο κεφάλαιο δεν εξυπηρετείται με το τσάκισμα των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων για να ανακάμψει η κερδοφορία του.
Τα περί κυβέρνησης τεχνοκρατών επανέλαβε ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης ισχυριζόμενος ότι έτσι θα προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις, δηλαδή τα αντιλαϊκά μέτρα, χωρίς πολιτικό κόστος.